Είναι δυο-τρία πράγματα που εμφανίζονται σταθερά σε όλες τις
μετεκλογικές δημοσκοπήσεις, όποια εταιρεία κι αν τις διενεργεί,
όποιο Μέσο κι αν τις δημοσιεύει. Στοιχείο πρώτο, η σύγκρουση Ν.Δ.
και ΣΥΡΙΖΑ – ΕΚΜ για την πρωτιά, με ποσοστά ανάμεσα στο 25% και το
30%. Τα ποσοστά αυτά δεν είναι απλώς γνώριμα για τη Ν.Δ., αλλά
υπολείπονται αρκετά ή και πολύ της ψηφοσυγκομιδής της σε άλλες
εποχές, όχι και τόσο παλιές. Αν το 30% είναι η οροφή του κύριου
ενοίκου της γαλάζιας πολυκατοικίας δεν μπορεί να ειπωθεί με
σιγουριά. Βρίσκονται, άλλωστε, εν εξελίξει δύο τουλάχιστον
σχεδιασμοί: ο διεμβολισμός του αρχηγικού λαϊκιστικού κόμματος των
Ανεξάρτητων Ελλήνων και η πολιορκία της Χ.Α. είτε με τον
ενστερνισμό τμήματος της ρητορικής της (λ.χ. η διαβόητη
«ανακατάληψη των πόλεων») είτε με τη χρήση ως εκπορθητικών κριών
προσώπων που είχαν στενές σχέσεις με την ακροδεξιά και ουδέποτε
έπεισαν ότι απογαλακτίστηκαν. Αίφνης, ο κ. Βορίδης αναβαθμίστηκε σε
υπ αριθμόν 1 δελφίνο του κ. Σαμαρά, ο δε κ. Γεωργιάδης είναι ο
καθημερινός εκπρόσωπος των νεοδημοκρατών στο ραδιοτηλεοπτικό πεδίο
κι ας τον κυνηγούν οι επί ΛΑΟΣ βαρύτατες δηλώσεις του κατά του
κόμματος που τώρα τον στεγάζει.
Για τον ΣΥΡΙΖΑ, πάντως, και γενικότερα για τη μεταπολιτευτική
Αριστερά (ακόμα και αθροιστικά αν την εννοήσουμε), ποσοστά της
τάξης του 25%, επιβεβαιωμένα στην κάλπη και αδιαλείπτως
επανερχόμενα στα γκάλοπ, είναι απολύτως καινούργια. Μόλις δύο-τρία
χρόνια πριν θα περιγελούσαν ευλόγως σαν φαντασιοκόπο όποιον
υποστήριζε ότι μια μέρα, όχι μακρινή, ένα αριστερό κόμμα θα είναι
αξιωματική αντιπολίτευση κι ένα άλλο θα μοιράζεται την κυβερνητική
εξουσία, έστω σαν τρίτος εταίρος· ταυτόχρονα το ΚΚΕ θα έχει
διασώσει τα 2/3 των οπαδών του, αριστερότερα θα υπάρχει ένας
υπολογίσιμος πόλος, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, και δίπλα ο επίσης υπολογίσιμος
αντιεξουσιαστικός χώρος. Στους κόλπους του ΣΥΡΙΖΑ θα γνωρίζουν
σίγουρα ότι το μέγεθος που τους απέδωσε πρώτα η διπλή περυσινή
κάλπη και τώρα τα γκάλοπ υπερβαίνει σαφώς την καθαρά
ιδεολογικοπολιτική επιρροή τους στην κοινωνία· η «αγανακτισμένη»
ψήφος μετράει όσο και οι υπόλοιπες, δεν υποδηλώνει, όμως,
αποφασισμένη ιδεολογική επιδοκιμασία ή σταθερή πολιτική συμπόρευση
και ως εκ τούτου αρκετά εύκολα αποσύρεται και μετακινείται. Θα
ξέρουν επίσης ότι η ενότητα στο Μέτωπό τους είναι διακήρυξη ή
ζητούμενο παρά πραγματικότητα, αφού οι όχι πάντοτε συμφωνούσες
συνιστώσες δεν έχουν τιθασέψει την όρεξή τους να επιβληθούν
ιδεολογικά στο εσωτερικό του Μετώπου· ενίοτε, μάλιστα, αξιολογούν
ως σοβαρότερη αυτή την «υποχρέωσή» τους παρά την εμπέδωση και
πολιτικοποίηση των σχέσεών τους με το κοινωνικό σώμα.
Τρίτο εύρημα, η κάποια αντοχή του ΠΑΣΟΚ, αν μπορεί να θεωρηθεί
τεκμήριο αντοχής και να παρηγορήσει ένα ποσοστό γύρω στο 6% για ένα
κόμμα μαθημένο στα σαραντάρια. Αλλά με τόσους «σκευωρούς» και
φυγάδες (Τσοχατζόπουλος, Παπακωνσταντίνου, Λοβέρδος, Αηδόνης…),
πάλι καλά. Αντοχή ανάλογη με του ΠΑΣΟΚ δείχνει η ΔΗΜΑΡ. Αν πάντως ο
στόχος της είναι η «ανασύσταση του χώρου του δημοκρατικού
σοσιαλισμού», με ηγεμονεύουσα δύναμη την ίδια, ίσως πρέπει να
αναζητήσει άλλη οδό από τα συνήθη «ανοίγματα» σε πέντε ή δέκα
αναγνωρίσιμους του παλαιότερου ΠΑΣΟΚ. Και σίγουρα θα γνωρίζουν τα
στελέχη της ότι χρειάζονται κάποιο ελκυστικότερο επιχείρημα από το
τρέχον, ότι δηλαδή «η ΔΗΜΑΡ απέδειξε ήδη πως είναι το μόνο κόμμα
που εγγυάται ένα διαφορετικό τρόπο διακυβέρνησης» (αυτό υποστήριζαν
«συνεργάτες του κ. Κουβέλη» στην «Καθημερινή», 22.1.2013). Το
«απέδειξε»; «Ηδη»; Και πού άραγε η «διαφορά»; Στις αλλεπάλληλες
πράξεις νομοθετικού περιεχομένου; Στη σύγκληση του υπουργικού
συμβουλίου στη χάση και στη φέξη; Στην κήρυξη ως παράνομων σχεδόν
όλων των απεργιών; Στη συνέχιση των μισαλλόδοξων επιχειρήσεων
σκουπίσματος των αλλοδαπών; Στην αυτονόμηση του υπουργού
Οικονομικών ακόμα και από τον εντολέα του (δεν εννοώ δυστυχώς τον
λαό αλλά το «συμβούλιο των τριών αρχηγών»), δεδομένου ότι
απορρίπτει αλαζονικά και την παραμικρή διορθωτική
κίνηση-τροπολογία; Στην επιβολή οριζόντιων μέτρων παρά τις απανωτές
«δεσμεύσεις» ότι δεν θα ληφθούν;
Επόμενο στοιχείο, το σταθερά υψηλό ποσοστό της Χ.Α., που σε
ορισμένα γκάλοπ αγγίζει το 15%. Υποχρεώνει, λοιπόν, τους πάντες σε
περίσκεψη το γεγονός ότι η δημοσκοπική ψήφος στη νεοναζιστική Χ.Α.
παραμένει μαζική παρότι έχουν πλέον αναδειχθεί όλα τα κοινωνικώς
και ιδεολογικώς απεχθή χαρακτηριστικά της και ουδείς δικαιούται να
ισχυρίζεται ότι «παραπλανήθηκε»· παρότι περίπου οι μισοί βουλευτές
της έχουν πρόβλημα με τη Δικαιοσύνη· παρότι εν ονόματί της και με
την «αύρα» της διαπράττονται φονικές ρατσιστικές επιθέσεις· και
τέλος, παρότι τμήμα της χρυσαυγίτικης ατζέντας υλοποιείται ήδη από
κρατικούς μηχανισμούς.
Δεν αρκούν οι κοινωνιολογικού τύπου αναλύσεις (η οξυμένη
ανασφάλεια, οι φόβοι ή οι φοβίες κ.ο.κ.) για να εξηγηθεί το
χρυσαυγίτικο 10% ή 12%. Επειτα από δύο εκλογικές αναμετρήσεις και
τόσα γκάλοπ, έπειτα δηλαδή από τόσο και τόσο πυκνό πολιτικό χρόνο
που διέρρευσε, πρέπει να παραδεχτούμε αυτό που αποφεύγαμε ή
φοβόμασταν ή ντρεπόμασταν να πούμε πριν: Οτι ναι, εφόσον όλοι
γνωρίζουν τι ψηφίζουν, και εφόσον το ψηφίζουν και μία και δύο και
τρεις φορές μολονότι γνωρίζουν, συνεπάγεται ότι ένα κομμάτι της
κοινωνίας, όχι μικρό, ασπάζεται αν όχι τα ναζιστικά, σίγουρα τα
φασιστικά «ιδεώδη», όπως κι αν τα μεταφράζει. Πρόκειται για τους
επίγονους της χούντας και τους λάτρεις κάθε δικτατορίας («ένας
λοχίας μάς χρειάζεται»), αλλά και για νεότερους που γαλουχήθηκαν ή
δηλητηριάστηκαν με το δόγμα της ελληνικής πρωτοκαθεδρίας και
μοναδικότητας (το «καθαρό αίμα»), δόγμα που φτάνει να νομιμοποιεί
τη βία εναντίον των κάθε είδους «νόθων» ή «κατσαρίδων», είτε
μουσουλμάνοι ή Εβραίοι Ελληνες είναι αυτοί είτε Αλβανοί και
«Πάκηδες» είτε κάθε λογής ημεδαποί «ανθέλληνες». Οσο παράδοξο κι αν
φαίνεται, ένας τόπος που πληγώθηκε βαρύτατα και από τον ναζισμό και
από τον (ημεδαπό και μη) φασισμό, έχει τους φασίστες και τους
φιλοναζιστές του – και μάλιστα στη Βουλή. Οσο συνεχίζουμε να
πιστεύουμε ότι «ένας στους δέκα παρασύρθηκε από άγνοια ή από τυφλή
αγανάκτηση» μία – δύο – τρεις φορές, είναι σαν να προσπαθούμε να
αποφύγουμε τη δυσάρεστη απάντηση του καθρέφτη κοιτάζοντας την πίσω
όψη του.