Θεωρητικά, όλοι την ανάπτυξη θέλουμε. Οταν είναι όμως να περάσουμε
από τα ευχολόγια στις πράξεις, τότε η κατάσταση περιπλέκεται. Για
παράδειγμα, αδυνατώ να θυμηθώ έστω και μία μεγάλη επένδυση στη χώρα
μας, την οποία να υποστήριξε η σημερινή αξιωματική αντιπολίτευση.
Από το λιμάνι του Πειραιά μέχρι τα χρυσωρυχεία στη Χαλκιδική και
από τα έργα διαχείρισης απορριμμάτων στην Αττική μέχρι τα σχέδια
για ανάπτυξη της εξοχικής κατοικίας, οι ίδιοι άνθρωποι που κλαίνε
και οδύρονται για την ύφεση και την ανεργία είναι εκείνοι που
κάνουν ό,τι μπορούν για να ακυρώσουν οποιαδήποτε πρωτοβουλία θα
δημιουργούσε θέσεις εργασίας.
Φυσικά, σε κάθε επενδυτική πρόταση υπάρχουν και κίνδυνοι: μπορεί
για παράδειγμα ο επιχειρηματίας να είναι αφερέγγυος ή η επένδυση να
επιβαρύνει υπερβολικά το περιβάλλον. Ωστόσο, πάγια διεκδίκηση των
δήθεν υπέρμαχων της ανάπτυξης δεν ήταν να διασφαλιστεί η συμμόρφωση
των ενδιαφερόμενων επιχειρηματιών με τους νόμους του κράτους ή να
ενισχυθούν οι εποπτικοί μηχανισμοί του Δημοσίου, αλλά να μη γίνει
καθόλου και ποτέ η -όποια- επένδυση. Δύο μόνο ερμηνείες μπορώ να
δώσω σε αυτή την παρανοϊκή στάση: είτε ορισμένοι ταυτίζουν τον όρο
ανάπτυξη αποκλειστικά με τις προσλήψεις στο Δημόσιο είτε οι
διαμαρτυρίες τους για την ύφεση είναι απολύτως υποκριτικές, καθώς
επενδύουν στην οικονομική καταστροφή για να ανεβούν στην εξουσία.
Σημειώνεται ότι η μία ερμηνεία δεν αποκλείει την άλλη.
Ομοίως, έχει αποδειχθεί από τη διεθνή εμπειρία ότι η απελευθέρωση
των αγορών υπηρεσιών, αγαθών και εργασίας ενισχύει την απασχόληση
και απορροφά τις υφεσιακές πιέσεις σε περιόδους κρίσης. Το βλέπουμε
άλλωστε μπροστά στα μάτια μας: η διατήρηση του status quo της
κλειστής και δύσκαμπτης αγοράς όχι μόνο δεν προστάτευσε τις θέσεις
εργασίας στην Ελλάδα τώρα με την κρίση, αλλά ακόμα και όταν η
οικονομία μας αναπτυσσόταν με ταχείς ρυθμούς, τα ποσοστά ανεργίας
παρέμεναν συνήθως διψήφια. Αφού λοιπόν η πραγματικότητα επιμένει να
διαψεύδει τις βεβαιότητές μας, γιατί δεν δοκιμάζουμε και την άλλη
συνταγή, έστω από περιέργεια; Εξάλλου, το παράδειγμα των
δυτικοευρωπαϊκών χωρών καταδεικνύει ότι ανοιχτές οικονομίες και
ισχυρό κοινωνικό κράτος δεν είναι ασύμβατες έννοιες. Και σε αυτήν
την περίπτωση, όμως, φοβάμαι ότι τα δάκρυα για την ανεργία είναι
κροκοδείλια και ότι αυτοί που αντιδρούν είναι άνθρωποι που είτε
προσπαθούν να προστατεύσουν τα προνόμια που έχουν διασφαλίσει στην
κλειστή ελληνική αγορά είτε επενδύουν στην οικονομική
κατάρρευση.
Αντιλαμβάνομαι ότι ορισμένοι θεωρούν πολλές από τις προωθούμενες
μεταρρυθμίσεις μιμητισμό ξένων προτύπων. Τι κι αν το εκπαιδευτικό
μας σύστημα παρήγε μόνο ανέργους και δημοσίους υπαλλήλους, ακόμη
και την εποχή της ανάπτυξης. Τι κι αν έχουμε το μεγαλύτερο ποσοστό
αυτοαπασχολουμένων στην Ευρώπη και ελάχιστες εταιρείες αρκετά
μεγάλες ώστε να εξάγουν. Τι κι αν δεν υπάρχει κανένα παράδειγμα
χώρας στον κόσμο που να ευημερεί με τόσο σουρεαλιστική οικονομική
οργάνωση όσο η δική μας. Τι κι αν οι στρεβλώσεις που έχουμε
επιβάλει στην ελληνική αγορά, ώστε να μην κατακλυστεί από «μεγάλες
εταιρείες» (ο όρος αποτελεί βλαστήμια), έχουν επιτείνει την ύφεση
και την ανεργία. Οσοι δεν πτοούνται από την πραγματικότητα
επιμένουν: «Εμείς ξέρουμε καλύτερα, δεν θα μιμηθούμε τους ξένους»,
«εδώ είναι Βαλκάνια, ντιλέμ ντελέ ντιλέμ», που θα λεγε κι ο
Σαββόπουλος. Δεκτό. Επειδή όμως γύρω γύρω από την Ελλάδα έχει
ανοιχτές οικονομίες, η επιμονή να υπερασπιζόμαστε το χρεοκοπημένο
μας μοντέλο σημαίνει ότι δεν θα αποκτήσουμε ποτέ το κατά κεφαλήν
εισόδημα και το αποτελεσματικό κράτος όσων προσπαθούν να «μας
επιβάλουν» τις αλλαγές με το στανιό. Το αίτημα άλλωστε πολλών
συντεχνιών τα τελευταία χρόνια ήταν να ανασταλούν μεταρρυθμίσεις,
οι οποίες είναι βέβαιο ότι θα οδηγούσαν σε αύξηση του συνολικού
εθνικού πλούτου. Είναι κι αυτό μια επιλογή… Μόνο που όσοι την
υποστηρίζουν είναι μειοψηφία, η οποία αποκρύπτει τις συνέπειες όσων
πρεσβεύει, με βολικές θεωρίες συνωμοσίας.