Η Συνθήκη της Ρώμης, θεμέλιος λίθος της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ξεκινάει
με τη διακήρυξη του στόχου της «όλο και βαθύτερης ένωσης των λαών
της Ευρώπης». Οι ηγέτες των έξι ιδρυτικών μελών επιβεβαιώνουν ότι
«ουσιαστικός στόχος του εγχειρήματος είναι η συνεχής βελτίωση των
συνθηκών διαβίωσης και εργασίας των λαών τους». Δηλώνουν
αποφασισμένοι να «ενώσουν τις δυνάμεις τους για να διατηρήσουν και
να ενισχύσουν την ειρήνη και την ελευθερία και καλούν τους
υπόλοιπους λαούς της Ευρώπης που μοιράζονται αυτό το ιδεώδες να
συμβάλουν στις προσπάθειές τους».
Σήμερα, ύστερα από 56 χρόνια (η Συνθήκη υπεγράφη στις 25 Μαρτίου
του 1957), οι έξι χώρες έγιναν 27 και τα 500 εκατομμύρια πολίτες
τους απολαμβάνουν το υψηλότερο επίπεδο διαβίωσης και κοινωνικής
ειρήνης που γνώρισε ποτέ η ήπειρός μας. Αλλά την ώρα που οι ηγέτες
των 27 χωρών συνεδριάζουν στις Βρυξέλλες, το όραμα της ενωμένης
Ευρώπης κινδυνεύει όσο ποτέ, όχι μόνον επειδή η κρίση χρέους σε
πολλές χώρες-μέλη αναδεικνύει την επίμονη ανισότητα μεταξύ λαών,
αλλά και από την αναβίωση του εθνικισμού και της αλαζονείας που
συνεχώς δίχαζαν τους λαούς της Ευρώπης.
Μέσα στη δίνη της κρίσης, με κάθε χώρα να παλεύει μόνη της και την
ηγεσία των Βρυξελλών να βρίσκεται πάντα αρκετά βήματα πιο πίσω από
τα γεγονότα, είναι λογικό ότι οι ισχυρότερες δυνάμεις θα καθορίζουν
την πολιτική και συνεπώς, την πορεία της Ε.Ε. Οταν, όμως, κάποιοι
αποφασίζουν ότι η δογματική προσήλωση σε συνθήκες που ακολούθησαν
την ιδρυτική είναι πιο σημαντική από τις θεμελιώδεις αρχές, θα ήταν
χρήσιμο να θυμούνται ότι η μακρόχρονη επιτυχία της Ευρώπης
βασίζεται στη Συνθήκη της Ρώμης και στους στόχους που έθεσε. Φυσικό
είναι στην πορεία της Ενωσης να ανακύπτουν προβλήματα· η διέξοδος
δεν βρίσκεται σε αυτοσχεδιασμούς και δογματισμούς, αλλά στη
διατήρηση των αρχών που αποδεδειγμένα υπηρέτησαν για σχεδόν 60
χρόνια τον υπέρτατο σκοπό της ειρήνης, της ελευθερίας και της
ευημερίας.