Όσο διαρκεί το ντοκιμαντέρ του Δημήτρη Αθυρίδη για τον Γιάννη
Μπουτάρη, συγκρούονται δύο κόσμοι εκτός και πολλοί εντός. Εκτός,
στην πόλη της Θεσσαλονίκης: η σκοτεινή πλευρά του βαθέος κράτους, η
συντηρητική και φοβική όψη της απέναντι σε μια κοσμοπολίτισσα, που
προσπαθεί να ανακτήσει τον βηματισμό της. Εντός, στον ψυχισμό του
«πρωταγωνιστή». Ενός ανθρώπου που δεν υπολογίζει ούτε το κόστος
ούτε τον κόπο των ρήξεων, που υιοθετεί την ειλικρίνεια όχι ως
επικοινωνιακό τέχνασμα, αλλά ως στάση ζωής.
Γιατί ο σκηνοθέτης, ο οποίος παρακολουθεί τον υποψήφιο, ακόμη τότε,
δήμαρχο, την πορεία του ώς τις δημοτικές εκλογές και την ανάληψη
του αξιώματος, αφήνει το συναίσθημα να εισχωρήσει όχι για να
συνθέσει μιαν αγιογραφία, αλλά για να κατανοήσει μιαν ανένταχτη και
μάλλον άβολη ζωή.
Την ερχόμενη Πέμπτη (21/03) στο «Ολύμπιον» η πρεμιέρα του
ντοκιμαντέρ «Ενα βήμα μπροστά», στο 15ο Διεθνές Φεστιβάλ
Θεσσαλονίκης, είναι βέβαιο ότι θα συγκεντρώσει κόσμο. Η πορεία ενός
ανθρώπου που «δεν αποτέλεσε έναν συμβατικό υποψήφιο δήμαρχο» στη
νίκη, αποτελεί ελπιδοφόρο μήνυμα για κάθε κοινωνία που τολμά μια
διαφορετική επιλογή.
Η αναδρομή, μέσα από το ντοκιμαντέρ, στο 2010 συμπαρασύρει σε νωπές
ακόμη αποτιμήσεις. Βλέπουμε τον πρώην πρωθυπουργό Γ. Παπανδρέου να
δηλώνει: «Το 2013 είναι η χρονιά της εξόδου από το Μνημόνιο, της
εξόδου από τη στενωπό, θα έχουν τεθεί γερά και υγιή θεμέλια για την
οικοδόμηση της νέας Ελλάδας». Ακούμε τον Γιάννη Μπουτάρη να
καταγγέλλει το «τρίγωνο της καταστροφής: Ψωμιάδη Παπαγεωργόπουλο
Γκιουλέκα». Παρακολουθούμε στελέχη του δήμου να εκθέτουν στον νέο
υποψήφιο τα προβλήματα λειτουργίας του οργανισμού («ήταν σαν
μπακάλικο»).
Η εκ των υστέρων ανάγνωση των γεγονότων είναι αποκαλυπτική. Εκθέτει
πρόσωπα, για πράξεις ή παραλείψεις, για λανθασμένες, από άγνοια ή
ιδιοτέλεια, εκτιμήσεις. Ο χρόνος στέκεται στο πλευρό εκείνων που
δεν ψεύδονται. Δεν έχει σημασία αν αποτυγχάνουν. Το αδιαμφισβήτητο
με τον Γ. Μπουτάρη είναι ότι χειρίστηκε την αλήθεια του ως
καινοτομία, μέσα σε μια κοινωνία και μια εποχή, που πλήρωνε το
τίμημα της διαφθοράς, της συναλλαγής, της πελατειακής αντίληψης,
της ανερμάτιστης πολιτικής. Δεν υπέγραφε ως θαυματοποιός ούτε
εντυπωσίαζε ως αίλουρος της εξουσίας.
Χειρίστηκε το δικό του λεξιλόγιο. Οχι το δάνειο και ληγμένο. Ελεγε
«τα πράγματα με τ όνομά τους», δοκίμαζε και ο ίδιος τις αντοχές
του και τα λάθη του, αυθαιρετούσε αλλά μέσα στη γραμμή που του
πρότεινε ο επικοινωνιολόγος του, ο οποίος είχε την ευφυΐα να
καταλάβει ότι το καλύτερο «μήνυμα» ήταν η ίδια η προσωπικότητα του
υποψήφιου δημάρχου. Πώς, εξάλλου, να… ράψεις τυποποιημένο
κοστούμι σε κάποιον που προτείνει ζώνη πορνό στη δημοτική τηλεόραση
ή εκθειάζει το Viagra ως «μεγαλύτερη ανακάλυψη και από την
πενικιλίνη»;
Ο Γ. Μπουτάρης έπεισε γιατί δεν έπαιξε, δεν κρύφτηκε. Συγκρούστηκε
με επιχειρήματα, μίλησε για τον αλκοολισμό του και την αποτοξίνωση
για να δώσει κουράγιο, άφησε τη θλίψη του να τον κυκλώσει. Τη θλίψη
που δεν έφευγε, την ντροπή που ένιωθε, τη διαρκή λύπη στα μάτια της
γυναίκας του Αθηνάς, απόλυτου συντρόφου και συνοδοιπόρου της ζωής
του (η οποία πέθανε από καρκίνο).
Δεν ξέρω γιατί ο σκηνοθέτης διάλεξε το «Blue Bayou» του Ρόι
Ορμπισον για την αρχή και το τέλος του ντοκιμαντέρ. Ενα γλυκόπικρο
τραγούδι αποχαιρετισμού και υποσχέσεων, μελωδία αλλοτινών καιρών.
Είναι όμορφο, συγκινητικό και ανεπαίσθητα ειρωνικό. Ενα λίκνισμα
ανώδυνο, για να συνοδεύσει ένα βήμα επώδυνο, «ένα βήμα
μπροστά».