Τουρκία, Ισραήλ και η Ελλάδα

Τουρκία, Ισραήλ και η Ελλάδα

2' 1" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

​Πολλά έχουν γραφεί για την πρόσφατη διαδικασία επαναπροσέγγισης

Ισραήλ – Τουρκίας. Εγκριτοι αναλυτές σε σημαντικές δεξαμενές

σκέψης, αλλά και σε μέσα ενημέρωσης της Αμερικής και της Ευρώπης,

μιλούν για παραδοσιακές σχέσεις και κοινά, αν όχι ταυτόσημα,

στρατηγικά συμφέροντα, και σπεύδουν να προβάλουν τα σημαντικά οφέλη

που προκύπτουν από την «αλλαγή σελίδας» στις τουρκοϊσραηλινές

σχέσεις. Υπό αυτό το πρίσμα, σκιαγραφούν μια συμμαχία που

επανακάμπτει και η οποία, για κάποιους στο εσωτερικό, απειλεί να

ανατρέψει την πολλά υποσχόμενη συνεργασία του Ισραήλ με την Ελλάδα

και την Κύπρο, που οικοδομείται με γοργούς ρυθμούς τα τελευταία

χρόνια.

Τα κίνητρα για την πιεστική και, σε πρώτο επίπεδο, επιτυχή

μεσολάβηση της Ουάσιγκτον είναι σαφή. Το Ισραήλ είναι ο στενότερος

σύμμαχος των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή, ενώ η αναδυόμενη Τουρκία

αποτελεί για τον Μπαράκ Ομπάμα μοντέλο δημοκρατικής νατοϊκής χώρας

με μουσουλμανικό πληθυσμό, και βρισκόμαστε σε μια κρίσιμη στιγμή σε

ό,τι αφορά το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν και τη διαχείριση της

κατάστασης στη Συρία.

Η εξίσωση, η οποία αναπαράγεται από έγκυρους Δυτικούς αναλυτές τις

τελευταίες ημέρες, τείνει να αγνοεί ή τουλάχιστον να υποβαθμίζει

σημαντικά την ουσιαστικά αρνητική στάση των ίδιων των

πρωταγωνιστών.

Παρά τις επιθυμίες των ΗΠΑ, το Ισραήλ και η Τουρκία, για τους

δικούς τους λόγους, δεν αντιμετωπίζουν θετικά την επαναπροσέγγισή

τους. Ο μεν Ταγίπ Ερντογάν θεωρεί κορυφαίο στόχο, αν όχι λόγο της

φυσικής του ύπαρξης, να ηγηθεί του μουσουλμανικού κόσμου, και στον

βωμό της υλοποίησής του θα θυσιάσει τη συνεργασία με το Ισραήλ, το

οποίο εξακολουθεί να βλέπει ως αντίπαλο, αν όχι εχθρό. Από την

πλευρά τους, οι Ισραηλινοί, πολιτικοί και πολίτες, αλλά και η

εβραϊκή κοινότητα διεθνώς, δύσκολα θα ξεχάσουν τη στάση της

Τουρκίας και δεν θα σπεύσουν να ανατρέψουν τη στρατηγική που έχουν

χαράξει την τελευταία τριετία στην Ανατολική Μεσόγειο.

Σε ό,τι αφορά την Αθήνα, η πρωτοβουλία του Γιώργου Παπανδρέου να

επενδύσει στη σχέση με το Ισραήλ και η ένθερμη υιοθέτησή της από

τον Αντώνη Σαμαρά είναι μια από τις σπάνιες περιπτώσεις όπου η

ελληνική εξωτερική πολιτική χαρακτηρίζεται από εθνική ομοψυχία,

συνέπεια και συνέχεια. Στο πλαίσιο αυτό, η άμεση επικοινωνία του

Ελληνα πρωθυπουργού με τον Ισραηλινό ομόλογό του, που ακολούθησε

την «αποκατάσταση» των τουρκοϊσραηλινών επαφών, κατέδειξε σωστά

ανακλαστικά.

Η ταχεία προετοιμασία του κυβερνητικού Συμβουλίου Κορυφής Ελλάδας –

Ισραήλ, που αναμένεται να πραγματοποιηθεί το αμέσως επόμενο

διάστημα, σε συνδυασμό με τη συνεχιζόμενη επένδυση στους διαύλους

επικοινωνίας που έχουν οικοδομηθεί από την ελληνική κυβέρνηση, αλλά

και την Ομογένεια, με την εβραϊκή κοινότητα της Αμερικής, αποτελεί

μια ώριμη και ορθή αντίδραση.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή