Από πολλές απόψεις, έτσι έπρεπε να είχε γίνει από πέρυσι τον
Ιούνιο. Να πάρουν το τιμόνι του κυβερνητικού σκάφους εκείνοι
ακριβώς που με όσα διέπραξαν και όσα απέφυγαν να πράξουν, από
ανεμελιά, ιδιοτέλεια, πνευματική μετριότητα ή φαυλότητα, το
οδήγησαν σε ναυάγιο, κάλπη την κάλπη, δεκαετία τη δεκαετία. Οι
πράσινοι και οι γαλάζιοι. Για να πληρώσουν αυτοί πρωτίστως το
κόστος της αντιδημοτικής «προσαρμογής», αφού αυτοί είναι οι
κατεξοχήν υπαίτιοι. Από τη μια το ΠΑΣΟΚ. Ενα κόμμα που τα ποσοστά
του, στα όρια της ανυποληψίας μετά τα θριαμβευτικά σαραντάρια που
εξέθρεψαν την πεποίθηση της εν εξουσία αθανασίας, του στέρησαν το
δικαίωμα στην καθεστωτική αλαζονεία του· κι ωστόσο, τα
εναπομείναντα στελέχη του, μαθημένα μόνο στο να εξουσιάζουν,
καμώνονται πως θέλουν να σώσουν την πατρίδα άλλη μία φορά.
Και από την άλλη, η υπό τον κ. Σαμαρά Ν.Δ., η οποία, με το εκλογικό
άγχος τού εξ ακροδεξιών διεμβολιστή της, δείχνει πως αισθάνεται όλο
και πιο άβολα μ εκείνο το «κεντρο-» της Κεντροδεξιάς που
διαφημίστηκε προ ετών. Εξ ου και η επιστροφή στις ρίζες της
γνησιότητας, ευδιάκριτη στις επιλογές προσώπων, στον χαρακτήρα της
προωθούμενης πολιτικής, αλλά και στο ίδιο το ύφος της. Αρκετά πριν
από το κλείσιμο της ΕΡΤ, που θα κοστίσει στην πολιτεία περισσότερα
απ όσα υποτίθεται πως θα εξοικονομήσει, ο νόμος περί ιθαγένειας, η
μοίρα του αντιρατσιστικού νομοσχεδίου, οι επιχειρήσεις τύπου
«Ξένιος Δίας» (ούτε το 10% των βάσει χρώματος προσαχθέντων δεν
αποδείχθηκε παράνομο), οι απανωτές πράξεις νομοθετικού
περιεχομένου, η αλυσίδα των αιφνιδιασμών, οι στοχευμένες επιθέσεις
κατά των τεσσάρων υπουργών και υφυπουργών που είχε η ίδια
υποδείξει, είχαν ανοίξει την πόρτα της εξόδου για τη ΔΗΜΑΡ. Το
συγκυβερνάν με αστερίσκους και υποσημειώσεις έχει τόση πολιτική
ουσία όση και ο εμπαικτικός αντιιμπεριαλισμός του Ανδρέα
Παπανδρέου, όταν, στις αποφάσεις του ΝΑΤΟ, κατέγραφε σε ηρωικές
υποσημειώσεις τις επιφυλάξεις του (με γράμματα εξαράκια). Και
ύστερα, ούτε η συναίνεση είναι ουδέτερο μέγεθος, αδιάφορο πολιτικά,
ούτε η ευθύνη αποκρυσταλλώνεται με έναν και μόνο τρόπο, και μάλιστα
αυτόν που υπαγορεύουν όσοι πολιτεύτηκαν κατεξοχήν ανεύθυνα.
Οι δυο τους λοιπόν, Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ, έπρεπε να διαφεντέψουν από
πέρυσι. Δίχως το πρόσχημα μιας κυβέρνησης «ευρύτερης εθνικής
ευθύνης» που μόνο ψευδαισθήσεις καλλιεργούσε, όπως άλλωστε και το
«προοδευτικό πρόσημο», το νέο εύρημα του κ. Βενιζέλου. Εχει και η
Αριστερά, στις ποικίλες αντιμαχόμενες εκδοχές της, τις ευθύνες της,
κυρίως επειδή συνεχίζει να αντιμετωπίζει ειδωλολατρικά ή
αγιογραφικά έναν φασματικό «λαό» που μεγάλο τμήμα του «αφέθηκε
κ ενδίδει». Αλλά το βάρος πέφτει σε όσους οργάνωσαν και διοίκησαν
τη μεταπολιτευτική χώρα, αφήνοντας στην Αριστερά την αυταπάτη ότι
κυριαρχεί ιδεολογικά και πολιτιστικά. Αυτοί πρωτίστως έσφαλαν, κατά
συρροήν και κατ εξακολούθησιν. Αυτοί πολιτεύτηκαν με πιστεύω το
δόγμα του εφαρμοσμένου λαϊκισμού. Αυτοί δαπάνησαν τα ευρωπαϊκά
κεφάλαια με τον παλαιοκομματικότερο τρόπο, του ρουσφετιού. Αυτοί
διόγκωσαν το Δημόσιο για να ταΐσουν πλουσιοπάροχα δικούς και
φίλους. Αυτοί έσπειραν μη κυβερνητικές οργανώσεις, για να χουν
λαμβάνειν «οι φίλοι της ορεσίβιας λιγδοπούλας» ή «οι υπέρμαχοι της
αμφίβιας πέρδικας».
Αυτοί, με το κράτος σαν λεία τους, διόριζαν με κύριο κριτήριο την
κομματική ταυτότητα, την καταγωγή ή την πιθανότητα να μεταστραφεί
στις τάξεις τους ο διοριζόμενος, την ώρα που τραγουδούσαν
λυρικότατους ύμνους υπέρ της αξιοκρατίας και της κατακαημένης
ισοπολιτείας. Αυτοί συμπορεύτηκαν τρεκλίζοντας από τη μέθη των
Ολυμπιακών, οι οποίοι μας κληρονόμησαν ένα χανγκόβερ που δεν
περνάει με τα συνήθη γιατρικά. Αυτοί ερμήνευσαν την προστασία του
περιβάλλοντος ως προστασία του περιβάλλοντός τους, της οικογένειας
και της παρέας, για να βλέπουμε έτσι μονότονα στους σπουδαίους
θώκους τους γόνους των ίδιων και των ίδιων οικογενειών, αξίζουν δεν
αξίζουν. Αυτοί αφήνονταν ηδονικά στη διαπλοκή ενόσω διατυμπάνιζαν
ότι αρματώνονται για να εκστρατεύσουν εναντίον της. Αυτοί
ανασπούσαν κάθε τρεις και λίγο τη σπάθα της κάθαρσης, και δεν
έμεναν καν στου δρόμου τα μισά, γιατί ουδέποτε ξεκινούσαν
παρά καθηλώνονταν στην αφετηρία και στη ρητορεία. Αυτοί δεν
σχεδίασαν ποτέ τίποτα περισσότερο από την επιβίωση του κόμματός
τους, που βέβαια το ταύτιζαν με το έθνος. Αυτοί κουτσούρεψαν τη
δημοκρατία, για να φτάσουν στο τέλος να αποδεχτούν αδιαμαρτύρητα
και τη μείωση της εθνικής κυριαρχίας, υπό την τροϊκανική
επιτροπεία.
Οι δυο τους λοιπόν. Δίχως τη βακτηρία ή το άλλοθι της ΔΗΜΑΡ, η
οποία (όπως ομολογούν πλέον δημοσίως και στελέχη της), ώσπου να
χρησιμοποιήσει σαν αφορμή αποχώρησης το τηλεσκότος στην ΕΡΤ, είχε
καταπονηθεί να μετράει προσβολές, διαψεύσεις και εμπαιγμούς. Αν
είχε εγκαθιδρυθεί εξαρχής πρασινογάλανη δυαρχία, θα είχαν γλιτώσει
από την ψυχική οδύνη όσοι υποχρεώθηκαν από τα πράγματα να
εγκωμιάζουν με βαριά ψυχή και ελαφρότατες, σχεδόν άδειες λέξεις
τούς «υπεύθυνους αριστερούς». Τώρα, απελευθερωμένοι από το βάσανο
των σκοπιμοτήτων, βλέπουν τη γλώσσα τους να ξαναβρίσκει τον ρυθμό
και τις συνήθειές της και να στολίζει πια και τη ΔΗΜΑΡ περίπου με
τα ίδια κοσμητικά που μέχρι τώρα προόριζε για τον ΣΥΡΙΖΑ. Προφανώς,
τόσον καιρό ταύτιζαν την υπευθυνότητα με την υποτακτικότητα και
τους υπεύθυνους με τους πειθήνιους.
Καλύτερα οι δυο τους λοιπόν. Σαν νοσούντες και νοσογόνοι παράγοντες
στον ρόλο του θεραπευτή. Ωστε να ανταποκριθούμε και στη
μαγικοϊατρική εντολή των προγόνων μας, «ο τρώσας και ιάσεται». Για
τον Τήλεφο το είπε αυτό η Πυθία, τον γιο του Ηρακλή και βασιλιά της
Μυσίας, που το όνομά του παντρεύει το τήλε με το φως. Τον είχε
πληγώσει στον μηρό ο Αχιλλέας με το δόρυ του, στην πρώτη
εκστρατευτική απόπειρα των Αχαιών κατά της Τροίας, όταν λάθεψαν
στον προορισμό τους και αντί να βγουν στη χώρα του Πριάμου βγήκαν
στα μέρη της Περγάμου (το χουμε από πολύ παλιά το χούι να
σχεδιάζουμε άριστα τα πράγματα). Για να μην ξανακάνουν λάθος έπρεπε
να τους οδηγήσει ο Τήλεφος, αν πρώτα τον θεράπευε ο Αχιλλέας, με τα
γιατροσόφια που είχε μάθει από τον Κένταυρο Χείρωνα. Ετσι κι έγινε.
Τήλεφος δεν υπάρχει σήμερα. Υπάρχει όμως τηλεσκότος. Και μπορεί να
μην έχουμε βασίλειο της Μυσίας, έχουμε όμως κυβέρνηση εξ ημισείας,
κενταυρική, κάτι σαν ΝΔΣΟΚ. Αρα; Αρα το «ο τρώσας και ιάσεται»
είναι υποχρεωτικό. Μπορούμε άλλωστε να ρωτήσουμε και τον αρχαιοπώλη
υπουργό Υγείας.