Τι θα έκανε ο Μαυρογιαλούρος;

Τι θα έκανε ο Μαυρογιαλούρος;

3' 24" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Είχα την τύχη να παρακολουθήσω το πάντα επίκαιρο «Υπάρχει και

φιλότιμο» του Αλέκου Σακελλάριου και του Χρήστου Γιαννακόπουλου σε

παραγωγή του ΔΗΠΕΘΕ Κρήτης στο προαύλιο επαρχιακού γυμνασίου. Ο

Γιώργος Παρτσαλάκης ήταν απολαυστικός στον ρόλο του πολιτικάντη

Ανδρέα Μαυρογιαλούρου· πέτυχε να δείξει, με το κατάλληλο μείγμα

κωμικής υπερβολής και τραγικής αυτογνωσίας, την τροχιά του

πρωταγωνιστή από την αλαζονεία και φιλαρέσκεια στην υπευθυνότητα,

μέσα από την τυχαία και οδυνηρή επαφή του με μια πραγματικότητα που

δεν γνώριζε – αυτή που ζούσε ο λαός που και τον ψήφιζε και τον

μούντζωνε. Ο Μαυρογιαλούρος, σοφότερος από την ξαφνική ταπείνωση,

παραιτείται από υπουργός και κηρύσσει πόλεμο κατά της διαφθοράς. Το

έργο τελειώνει εκεί, αφήνοντας τον σημερινό θεατή να αναρωτηθεί:

αρκεί η παραίτηση;

Η Ελλάδα του Μαυρογιαλούρου (το θεατρικό «Ανώμαλη Προσγείωση» του

1950 προηγήθηκε της κινηματογραφικής διασκευής «Υπάρχει και

φιλότιμο» του 1965), βρισκόταν μεταξύ Εμφυλίου και δικτατορίας,

αλλά ήλπιζε στην ανασυγκρότηση και την ανάπτυξη. Σήμερα τα πράγματα

είναι πολύ πιο πολύπλοκα. Τις τελευταίες δεκαετίες, η Ελλάδα έζησε

το μεγαλύτερο διάστημα ευημερίας στη σύγχρονη Ιστορία της, αλλά τα

προβλήματα που περιγράφουν και οι στίχοι του Γιώργου Σουρή, τους

οποίους παραθέτει το πρόγραμμα της παράστασης του ΔΗΠΕΘΕ Κρήτης,

είναι διαχρονικά: το κράτος ξοδεύει περισσότερα απ’ όσα εισπράττει,

πλεονάζουν οι αργόμισθοι, βασιλεύει η διαφθορά. Η μεγάλη διαφορά

είναι ότι η διαφθορά και ο εκμαυλισμός διαχύθηκαν τόσο πολύ, που

γονάτισαν την οικονομία, στέρησαν την κοινωνία από ελπίδα και

οδήγησαν την πολιτική σε αδιέξοδο και σε αναζήτηση ξένης βοήθειας.

Σήμερα η παραίτηση του Μαυρογιαλούρου από τον υπουργικό θώκο δεν θα

ήταν αρκετή για να αποτελέσει την «κάθαρση» του έργου, αν δεν

υπάρξουν άλλες πολιτικές δυνάμεις που μπορούν να προσφέρουν κάτι

καλύτερο στην υπηρεσία του έθνους.

Εδώ βρίσκεται το πολιτικό πρόβλημα. Σήμερα διαχειρίζονται την τύχη

των Ελλήνων τα δύο κόμματα που κυριάρχησαν από το 1974. Εκ των

πραγμάτων, το ΠΑΣΟΚ και η Νέα Δημοκρατία -αρχηγοί, στελέχη και σε

μεγάλο βαθμό και ψηφοφόροι- ευθύνονται για τα αδιέξοδα και την

ανάγκη της χώρας να προσφύγει σε βοήθεια από το εξωτερικό. Αυτά τα

δύο κόμματα, όμως, έχουν αναλάβει την ευθύνη (όσο και αν δεν τη

θέλουν, όσο και αν τα διχάζει και τα αποδυναμώνει) να αποδομήσουν

το στρεβλό κράτος και να αναμορφώσουν την οικονομία, να κάνουν τις

διορθώσεις που δεν τολμούσαν στο παρελθόν. Είναι φυσικό ότι ο λαός,

ο οποίος καλείται να σηκώσει το βάρος της λιτότητας, των

μεταρρυθμίσεων αλλά και της υπερβολικής φορολόγησης, δεν μπορεί να

εμπιστεύεται αυτούς που τον κυβερνούν. Χειρότερο, όμως, είναι το

γεγονός ότι για να ελπίζει κανείς στην αντιπολίτευση πρέπει να

εθελοτυφλεί, όταν οι δυνάμεις της προτάσσουν την επιστροφή σε

πρακτικές του παρελθόντος οι οποίες αποδείχθηκαν μοιραίες. Μπορεί

κανείς να πιστέψει ότι η οικονομία (η οποία στηρίζεται πλέον μονάχα

στις θυσίες των πολιτών, και όχι σε δανεικά) θα άντεχε την

επαναπρόσληψη όλων των απολυμένων και την επιστροφή σε μισθούς και

συντάξεις του παρελθόντος; Οταν γνωρίζουμε ότι μόνο χάρη στις

στερήσεις του λαού πλησιάζουμε στην πολυπόθητη στιγμή όπου θα

υπάρξει πρωτογενές πλεόνασμα, πώς θα πιστέψουμε ότι επιστρέφοντας

τα χαμένα εισοδήματα δεν θα χρειαστούμε νέα δανεικά; Την ίδια ώρα,

η αθέτηση των δανειακών συμφωνιών, όπως προτείνουν τα

αντιπολιτευόμενα κόμματα, βασίζεται στην οικονομική αυτάρκεια της

χώρας. Η παραδοσιακή υπόσχεση κάθε κόμματος να βασίσει την πολιτική

του «στην πάταξη της φοροδιαφυγής και στην εξάλειψη της σπατάλης»

ήταν πάντα κούφια, έως την ώρα που τα νέα δανεικά συνδυάστηκαν με

την υποχρέωση της αναδιάρθρωσης της οικονομίας και του κράτους. Σε

ποια πολιτική μπορούμε να πιστέψουμε;

Οσο δύσκολο και αν είναι το πεδίο της οικονομίας, όμως, τα

αξεπέραστο εμπόδιο της Ελλάδας είναι δημογραφικό. Σε λίγες

δεκαετίες η οικονομία μας δεν θα αντέχει τον συνδυασμό ενός

γερασμένου πληθυσμού και λίγων εργαζομένων. Η μόνη διέξοδος είναι

να παραμείνει η Ελλάδα αναπόσπαστο μέρος της Ευρώπης και να κάνει

ό,τι μπορεί για να προσφέρει στην ενίσχυση των ευρωπαϊκών θεσμών

και δεσμών.

Ο μεταμελημένος Μαυρογιαλούρος σήμερα έχει την υποχρέωση να

δουλέψει σε αυτή την κατεύθυνση, να αναγνωρίσει τα λάθη του και να

πληρώσει γι’ αυτά, να στηρίξει τις σωστές μεταρρυθμίσεις και να

αντισταθεί σε ό,τι αδικεί τους πολίτες, να χρεωθεί το πολιτικό

κόστος όλης αυτής της οδυνηρής προσπάθειας. Υστερα, ας αφήσει τον

χώρο ελεύθερο για τους ανωτέρους του. Οχι σε νέους

Μαυρογιαλούρους.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή