Ευάλωτοι πίσω από τα τείχη

3' 14" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Να ’μαστε πάλι στην αρχή του οδυνηρού δρομολογίου. To ξέσπασμα της ανεμελιάς δεν επέτρεψε την εξάλειψη των φρικιάσεων και την εξαφάνιση των βασάνων. Στη χώρα μας, τώρα μακραίνει η λίστα των γηροκομείων που εξελίσσονται σε εστίες υπερμετάδοσης του κορωνοϊού. Οίκος ευγηρίας στο Μαρούσι –19 κρούσματα–, στο Ασβεστοχώρι –42 κρούσματα και 23 θάνατοι–, στον Εύοσμο Θεσσαλονίκης –26 κρούσματα και 10 θάνατοι…
Αλλού, αυτό συνέβη στην αυγή των συμφορών που έσπειρε το πρώτο κύμα. Στα μέσα Απριλίου, ο ΠΟΥ μιλούσε για μια «αδιανόητη ανθρώπινη τραγωδία», καθώς στη Γηραιά Ηπειρο, «έως και το 50% των νεκρών από τη νόσο COVID-19 ήταν ηλικιωμένοι που διέμεναν σε ιδρύματα μακροχρόνιας φροντίδας». Συγκεκριμένα, το 55,2% στην Ιρλανδία, το 49,4% στη Γαλλία, το 64% στη Νορβηγία, το 42% έως 57% σε Ιταλία, Ισπανία, Βέλγιο. Αλλά και το 40% στις ΗΠΑ, το 55% στον Καναδά. Στη συνέχεια τα αποκαρδιωτικά ποσοστά υποχώρησαν.

Η δική μας, αρχικά γενικευμένη, προσοχή κάπως θωράκισε τις 25.000 ηλικιωμένους που στεγάζονται στα 300 γηροκομεία της χώρας. Αριθμός σχετικά μικρός σε σύγκριση με τις 700.000 Γάλλους που φιλοξενούνται σε 7.000 κρατικούς και ιδιωτικούς οίκους ευγηρίας, τις 380.000 Ισπανούς που διαμένουν στα 5.400 δημόσια και ιδιωτικά γηροκομεία, τις 800.000 Γερμανούς…

Τα γηροκομεία, ή όπως τότε ονομάζονταν γεροντοκομεία ή γηροτροφεία, κρατούν από το Βυζάντιο. Ιδρύθηκαν απειράριθμα από αυτοκράτορες και σημαίνοντα πρόσωπα σε Κωνσταντινούπολη, Καισάρεια, Αλεξάνδρεια, Ιεροσόλυμα, Αίνο… Βέβαια καταφύγια άρρωστων γερόντων υπήρχαν από την αρχαιότητα – τα 300, ανά τον ελλαδικό χώρο, Ασκληπιεία θεραπευτήρια. Στη Δυτική Ευρώπη από τον πρώιμο Μεσαίωνα ιδρύονται επίσης ευαγή ιδρύματα για ανήμπορους ηλικιωμένους από εκκλησίες και φιλεύσπλαχνους ιδιώτες. Αλλά δεν είναι ακόμη απολύτως διαχωρισμένα από τα φτωχοκομεία ή τα θεραπευτήρια, και στην πορεία των αιώνων εμφανίζονται με ποικίλες μορφές, όπως εκείνη του Οίκου Απομάχων για τους παλαιούς πολεμιστές επί Λουδοβίκου 14ου. Αργότερα, γηροκομεία αναπτύσσονται ως παραρτήματα νοσοκομείων στο Παρίσι (Μπισέτρ και Σαλπετριέρ), στη Βαρσοβία, στη Ρώμη, αλλά και στη Βοστώνη, ώστε να μειωθεί ο χρόνος νοσηλείας των χρονίως πασχόντων στα νοσηλευτήρια. Τον 19ο αιώνα είναι που τα γηροκομεία συστηματοποιούνται σε Ευρώπη και ΗΠΑ, και πάλι από εκκλησίες και φιλανθρωπικές οργανώσεις (το 1864 ιδρύεται το Γηροκομείο Αθηνών από την Ελεήμονα Εταιρεία) ενώ και το κράτος σταδιακά θεσμοθετεί τις στέγες γερόντων. Αύξηση ηλικιωμένων, συντάξεις γήρατος, σύγχρονες μονάδες στη θέση των ασύλων, όπου όμως ακόμη παίζονται δύσκολες παρτίδες, επιδεινωμένες από την πανδημία.

Η λύση είναι αρχαία και μία: επικοινωνία, έστω και ψηφιακή, ένα δίχτυ φροντίδας, όχι ένα τείχος προστασίας από αυτούς.

Το γήρας δεν είναι ένα. Είναι εμπειρία, κύρος, πραότητα, σοφία· στις παλιές στάσιμες κοινωνίες ο υπέργηρος, πανόπτης πατριάρχης γνώριζε τεχνικές επιβίωσης που οι άλλοι αγνοούσαν, σήμερα συμβαίνει το αντίστροφο. Είναι ασημένια δύναμη· άτομα που, έχοντας σωρεύσει ανέσεις και επιτύχει καλή υγεία, ταξιδεύουν, διασκεδάζουν, καταναλώνουν συνεισφέροντας στην οικονομία. Είναι ασχήμια και αχρηστία, η κατιούσα στην καμπύλη της ζωής, η ενσάρκωση της κόπωσης, της ανικανότητα για ουτοπίες, η τελευταία κατηγορία στην ιεραρχία της περίθαλψης, μια δαπάνη προς σταδιακή κατάργηση.

Η τρομακτική εκκρεμότητα να υπάρχεις (Λεοντάρης). Η ζωή ανάμεσα σε θαμπές και διάφανες μορφές που δεν έχουν γίνει ακόμη σκοτάδι (Μπόρχες). Σκέψεις μυαλού ξεραμένου σε ξεραμένη εποχή, όπως έλεγε το Γερόντιον του Τ. Σ. Ελιοτ, που έβλεπε τη στιγμή της μεγαλοσύνης του να τρεμοσβήνει.

Οι ηλικιωμένοι δεν είναι όλοι ίδιοι, έχουν διαφορετικά πνευματικά και φυσικά αποθέματα, φορτία, άλγη, επιθυμίες, άγχη. Αλλά και κρίσιμους κοινούς παρονομαστές: την απαίτηση για αξιοπρέπεια, ιδίως από εκείνους που εγκαταλείπουν αυτενέργεια και οικεία πεδία. Τη δίψα για τρυφερά αισθήματα, που προσθέτουν ζωή στα χρόνια και όχι το αντίστροφο, που φωτίζουν την ιδέα της γενεσιουργίας και όχι του αμετάκλητου, του απεριόριστου των οριζόντων και όχι του πεπερασμένου εγώ. Την ανάγκη να τους θυμούνται –αν θυμάσαι, αγαπάς–, να τους μιλούν, ακόμη και πίσω από το προστατευτικό τζάμι. Δεν υποφέρεται η μοναξιά του τέλους. Ομως οι νέοι αποφεύγουν να πλησιάσουν τη φθορά, μολονότι δεν μεταδίδεται όπως ο ιός.

Οι ηλικιωμένοι ταυτίζονται με το χθες. Ομως, χωρίς το χθες που είναι η βάση του αύριο, δεν υφίσταται ο κύκλος της ζωής, άρα η δυναμική μιας νέας αρχής.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή