Το «τέρας» που ταλαιπωρεί την ελληνική ύπαιθρο

Το «τέρας» που ταλαιπωρεί την ελληνική ύπαιθρο

3' 41" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Πριν από λίγες ημέρες τελείωσε η διαβούλευση για το νομοσχέδιο περί εκσυγχρονισμού της χωροταξικής και πολεοδομικής νομοθεσίας. Εχουν ήδη διατυπωθεί πολλές και αλληλοσυγκρουόμενες απόψεις, προφανώς διότι το θέμα αφορά όχι μόνο τους επαγγελματίες που ασχολούνται με το αντικείμενο, αλλά και πλήθος πολιτών, κυρίως ιδιοκτητών γης.

Πρώτη αντίρρηση είναι ότι έχουμε ήδη πληθώρα σχετικών νόμων και μάλιστα πρόσφατων, οι οποίοι δεν έχουν δοκιμασθεί. Η πολυνομία είναι πράγματι ένα γνωστό πρόβλημα, βρισκόμαστε όμως μπροστά σε ένα φιλόδοξο εγχείρημα να δομηθεί ένα συστηματικό και ορθολογικό σύστημα σχεδιασμού του χώρου και θα πρέπει να επικροτήσουμε την προσπάθεια, ιδίως αν λάβουμε υπόψη ότι επιτέλους συνοδεύεται και από μια σοβαρή διαδικασία κωδικοποίησης της σχετικής νομοθεσίας, που έχει ήδη ξεκινήσει. Οι προθέσεις του αρμόδιου υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας δεν πρέπει να απορριφθούν με ελαφρότητα.

Είναι επίσης αλήθεια, και το επισημαίνουν πολλοί, ότι οι αποτυχίες και ανεπάρκειες του χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού οφείλονται όχι στην έλλειψη νομοθετικού πλαισίου, αλλά στην έλλειψη εφαρμογής και στις αδυναμίες της διοίκησης. Η επισήμανση είναι ορθή, αλλά απλώς σημαίνει ότι ο εξορθολογισμός της νομοθεσίας πρέπει απαραίτητα να συνοδεύεται από οργανωτικές διοικητικές πρωτοβουλίες, κυρίως στο επίπεδο της Περιφερειακής και Τοπικής Αυτοδιοίκησης, π.χ. μέσω της ενίσχυσης των υπηρεσιών με καλά καταρτισμένα στελέχη. Τα «ουκ ολίγα» εργαλεία εφαρμογής των χωροταξικών πλαισίων και πολεοδομικών σχεδίων πρέπει να απλοποιηθούν και να ενισχυθούν. Πρόκειται για αδυναμία που πολλοί χωροτάκτες και πολεοδόμοι έχουν υπογραμμίσει. Πρέπει όμως, για να είμαστε δίκαιοι, να λάβουμε υπόψη, ειδικά ως προς την εφαρμογή των χωροταξικών πλαισίων, ότι από τη στιγμή που άρχισαν να παράγονται, περίπου πριν από είκοσι χρόνια, η εφαρμογή τους βρέθηκε αντιμέτωπη με απρόβλεπτες διεθνείς συγκυρίες, τον ανταγωνισμό του αναπτυξιακού – οικονομικού προγραμματισμού, την πληθωρική εισροή ευρωπαϊκών προγραμμάτων και την τομεακή – κατακερματισμένη δομή των κέντρων αποφάσεων μέσα στον ίδιο τον κρατικό μηχανισμό. Θα πρόσθετα και τις κρίσεις των διοικητικών δικαστηρίων, αν δεν ήταν σαφές ότι και αυτές με τη σειρά τους προκαλούνται από διοικητικές και νομοτεχνικές αδυναμίες και την πολυνομία. Είναι προφανώς αδύνατο να αναλύσω εδώ τις δυσμενείς συνθήκες που όλοι αυτοί οι παράγοντες δημιούργησαν. Ομως ένα καλά δομημένο σύστημα σχεδιασμού, που επιχειρεί να εισαγάγει το νέο σχέδιο νόμου, είναι μια εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση για να αντιμετωπισθούν αυτές οι δυσκολίες. Θα πρέπει βέβαια, στην πράξη, να αντιμετωπισθούν οι πιθανές ασυμβατότητες μεταξύ ευρύτερου περιφερειακού χωροταξικού σχεδιασμού και των ρυθμίσεων των τοπικών πολεοδομικών σχεδίων, που σύμφωνα με το σχέδιο νόμου και τον προηγούμενο «περιβαλλοντικό» νόμο του 2020 θα καλύψουν όλη την εθνική επικράτεια.

Το θέμα που προκάλεσε τις περισσότερες αρνητικές αντιδράσεις κατά τη διαβούλευση ήταν οι διατάξεις του σχεδίου νόμου για την εκτός σχεδίου δόμηση και για άλλα θέματα που συνδέονται με αυτό το ιδιαίτερο φαινόμενο της ελληνικής πραγματικότητας. Εχω αναφερθεί πριν από πολλά χρόνια στη «στρεβλή αυτή διαίρεση του εθνικού χώρου σε εντός και εκτός σχεδίου [που] βρίσκεται στη ρίζα πολλών δεινών για την ανάπτυξη της χώρας και για το φυσικό περιβάλλον». Δυστυχώς, είχα γράψει τότε, ήδη σε νομοθετήματα του Μεσοπολέμου είχε περιληφθεί «το πιστοποιητικό γέννησης του τέρατος που ταλαιπωρεί από τότε την ελληνική ύπαιθρο … Ηταν η πρώτη εμφάνιση του φαινομένου που υπονομεύει [από τότε] τον ελληνικό πολεοδομικό και χωροταξικό σχεδιασμό». Το νέο σχέδιο νόμου κάνει για πρώτη φορά μια θαρραλέα προσπάθεια να βάλει τέλος στην εκτός σχεδίου δόμηση, έστω κι αν θέτει κάποιες κατανοητές προθεσμίες υλοποίησης. Είναι χαρακτηριστικό ότι άλλοι αντιδρούν ζητώντας άμεση εφαρμογή, άλλοι πιστεύουν ότι πρόκειται για δήμευση της περιουσίας των πολιτών, άλλοι, τέλος, κάνουν λόγο για πολεοδομικό πραξικόπημα. Κανείς όμως δεν μπορεί να αρνηθεί ότι, στην εποχή που οι πάντες ομνύουν στη βιώσιμη ανάπτυξη και στην περιβαλλοντική προστασία (έστω και με κάποια οικονομική υστεροβουλία), δεν είναι δυνατόν να αφήσουμε την εκτός σχεδίου δόμηση (φυσικά και την εντός ή εκτός αυθαιρεσία) να διαιωνίζεται. Για τον λόγο αυτό και μόνο πρέπει να δηλώσουμε ευθαρσώς ότι το σχέδιο νόμου είναι καλοδεχούμενο και να αφήσουμε τις μεμψιμοιρίες στην άκρη.

Λίγα λόγια μόνο για ένα θέμα που με έχει πολύ απασχολήσει στο παρελθόν: τον θαλάσσιο χωροταξικό σχεδιασμό. Η σημασία του όχι μόνο για λόγους ρύθμισης της χρήσης του θαλάσσιου χώρου, αλλά και για ευρύτερους λόγους διεθνών σχέσεων, περιττεύει να τονισθεί. Είναι γεγονός ότι η προγενέστερη νομοθεσία είχε προβλέψει τη σύνταξη ενός ενιαίου, εθνικής εμβέλειας, ειδικού χωροταξικού πλαισίου, ενώ το σχέδιο νόμου κάνει πλέον λόγο για περιφερειακά θαλάσσια χωροταξικά πλαίσια. Δεν μπορεί όμως να αμφισβητηθεί ότι, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα εκκρεμή θέματα οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών (ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας), η νέα προσέγγιση μοιάζει πολύ πιο συνετή και εφαρμόσιμη.
 
* Ο κ. Λουδοβίκος Κ. Βασενχόβεν είναι ομότιμος καθηγητής Πολεοδομίας και Χωροταξίας του ΕΜΠ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή