Αν πιστέψει κανείς ορισμένους ανήσυχους κυβερνητικούς, η καραντινολογία είναι σχεδόν το ίδιο επικίνδυνη με την επιδημία. Αυτή η συνεχής διερώτηση για το αν πρέπει ή δεν πρέπει να εφαρμοστεί ένα νέο λοκντάουν ανήκει, λένε, σε άλλη ιστορική και επιδημική φάση. Είναι μια συζήτηση του Μαρτίου – τότε που χρειαζόταν μυστική διπλωματία για να «υποκλέψει» η χώρα ένα φορτίο με μάσκες. Δεν είναι συζήτηση του παρόντος, που όλοι –γιατροί και υποψήφια κρούσματα– είναι καλύτερα εκπαιδευμένοι.
Η καλύτερη εκπαίδευση δεν θεραπεύει την κόπωση. Ούτε η καλύτερη ενημέρωση θεραπεύει, όπως αποδεικνύεται, τη δεισιδαιμονία. Αν ο εχθρός του πρώτου κύματος ήταν η άγνοια –επιστημόνων και αδαούς κοινού–, εχθρός του δεύτερου κύματος είναι η συσσωρευμένη κούραση και η κακοφωνία. Κακοφωνία την οποία συντηρούν και κάποιοι τηλε-επιδημιολόγοι, που δεν εξαντλούν τη μιντιακή τους παρουσία στις υγειονομικές οδηγίες· που νιώθουν την άνεση να εξωτερικεύσουν ακόμη και τους δισταγμούς τους, δανείζοντας το κύρος τους στην περιρρέουσα αβεβαιότητα.
Η πιο ενδεικτική εικόνα της κυβερνητικής ανησυχίας είναι το τελετουργικό των ενημερώσεων του κυβερνητικού εκπροσώπου. Κάθε φορά ο Πέτσας υψώνει σαν φλάμπουρο το διάγραμμα που αποτυπώνει ότι η εξάπλωση του ιού είναι εδώ ακόμη πολύ πιο ελεγχόμενη από τις ευρωπαϊκές χώρες με ανάλογο πληθυσμό. Η στατιστική όμως έχει μέχρι στιγμής αποδειχτεί ατελέσφορη κατά της καραντινολογίας.
Το οξύμωρο είναι ότι η κυβέρνηση ξορκίζει το λοκντάουν όχι επειδή εφησυχάζει, αλλά επειδή ανησυχεί περισσότερο, ίσως, από ό,τι προδίδουν οι επίσημες αντιδράσεις της. Ανησυχεί ότι ο Οκτώβριος είναι απλώς προοίμιο ενός σκληρού χειμώνα στην οικονομία. Μάσκες υπάρχουν. Λεφτά όχι.