Τα «υποκείμενα νοσήματα» της πολιτείας

Τα «υποκείμενα νοσήματα» της πολιτείας

5' 8" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στις 24 Μαΐου, όταν οι νεκροί από τον κορωνοϊό στις ΗΠΑ άγγιζαν τις 100.000, όταν δηλαδή «όλα πήγαιναν μια χαρά», κατά τον παραλίγο Σούπερμαν πρόεδρο της χώρας, η εφημερίδα New York Times θέλησε να θυμίσει, να συγκλονίσει, να προειδοποιήσει. Στο πρωτοσέλιδό της φιλοξένησε το πιο γυμνό ρεπορτάζ, που ήταν συγχρόνως και το πιο συγκινητικό, αλλά και το πιο καυστικό σχόλιο για την τραμπόπληκτη χώρα: χίλια ονόματα Αμερικανών που πέθαναν εξαιτίας της κόβιντ-19 – σε νοσοκομείο, σε γηροκομείο, στο σπίτι τους, ίσως στους πέντε δρόμους.

Με μαύρα, πένθιμα στοιχεία κάθε όνομα, και δίπλα λίγες σημαδιακές λέξεις αντλημένες από τους επικήδειους, που έδιναν νόημα και μορφή στο όνομα ακόμα και για όσους δεν το είχαν ακουστά ή αδυνατούσαν να το ταυτίσουν· ξεχνάμε πολύ συχνά πως και ο πιο ταπεινός είναι μια σμικρογραφία του κόσμου και της ανθρώπινης περιπέτειας. Καμιά φωτογραφία δεν υπήρχε στο πρωτοσέλιδο. Δεν είναι φυσικός νόμος η χιλιαπλάσια αξία των εικόνων έναντι των λέξεων. Λιτός εικαστικά και ο υπέρτιτλος. Αν οι λέξεις έχουν κάτι σοβαρό να πουν, δεν είναι ανάγκη να μετριούνται με τον πήχυ: «Οι θάνατοι στις ΗΠΑ πλησιάζουν τις 100.000, μια ανυπολόγιστη απώλεια». Ενας δυσδιάκριτος υπότιτλος, σε μια γωνίτσα, απομακρυνόταν από το γυμνό ύφος, για να προκαλέσει σκέψεις ταύτισης ή αισθήματα αγανάκτησης: «Δεν ήταν απλώς ονόματα σε κάποια λίστα. Ηταν εμείς».

Η εξήγηση της εφημερίδας απλή. Με τους ρεπόρτερ αλλά και τους αναγνώστες κουρασμένους και κορεσμένους από την πολύμηνη μετάδοση αριθμών –τόσα νέα θύματα, τόσα κρούσματα, τόσο το σύνολο–, είχε επιβεβαιωθεί ξανά το εξής τραγικό: οι λίγοι νεκροί είναι άνθρωποι. Οι πολλοί, αριθμός. Οι λίγοι έχουν πρόσωπο, συγγενείς, φίλους, μια θέση στη μνήμη της κοινότητάς τους. Διατηρούν την παρουσία τους και ας έχουν πολιτογραφηθεί στο επέκεινα. Θα τους μοιρολογήσουν, θα πάνε στο ξόδι τους για τον ύστατο αποχαιρετισμό, θα ρίξουν εκείνη τη χούφτα χώμα που για ελάχιστα σωφρονιστικά δευτερόλεπτα μας θυμίζει από πού ήρθαμε και πού θα καταλήξουμε. Μας θυμίζει δηλαδή –μάταια όμως– πώς θ’ άξιζε να φερόμαστε στον βίο μας για να τον κρατάμε στο ύψος του ανθρώπου. 

Λέω μάταια, γιατί ακόμα κι αν κάναμε κατιτίς το φαινομενικά μακάβριο, να βάλουμε σ’ ένα κουτάκι ελάχιστο από το χώμα αυτό, όχι παραπάνω από ένα τέταρτο τσιγάρου, και να το κουβαλάμε μαζί μας, όχι σαν φυλαχτό αλλά σαν εμβόλιο μνήμης, και πάλι το παιδαγωγικό αποτέλεσμα θα ήταν ασήμαντο. Αλλιώτικοι φεύγουμε έπειτα από κάθε κηδεία, αλλιώτικη έδειξε πως βγαίνει η ανθρωπότητα έπειτα από τις μαζικότατες κηδείες των δύο παγκοσμίων πολέμων, κι όμως ίδια αποδεικνύεται έπειτα από λίγο η νοοτροπία μας, ίδιες παραμένουν οι «αξίες». Δεν είναι μάλιστα καθόλου απίθανο να μη μας οδηγήσει η εμπειρία του (ξένου) θανάτου στη σεμνότητα και στο σέβας απέναντι σε κάθε μορφή ζωής, να μην αναδιατάξει με ηθικότερα ζύγια τις προτεραιότητές μας, αλλά να μας σπρώξει ακόμα πιο βαθιά στον αμοραλισμό, στην κυνική ηδονοθηρία, στον αχαλίνωτο φιλοτομαρισμό.  
Το βλέπουμε και τώρα αυτό, με τα έξαλλα «κόβιντ-πάρτι», όταν λίγο πιο πέρα μετράνε εκατόμβες, αλλά και με τη στυγνή εκμετάλλευση του ανθρώπινου πόνου από πολιτικάντες σε κάθε γωνιά του πλανήτη, που για να υπηρετήσουν τα κουτά μικροσυμφέροντά τους δεν διστάζουν να ψευδολογήσουν, να αυτοϋμνηθούν, να πατήσουν επί πτωμάτων. Σάμπως να έχουν όλοι τους ακουστά κάποιο από τα ηδονόχαρα αρχαιοελληνικά επιγράμματα, που προτρέπουν να τρώμε και να πίνουμε, γιατί χώμα είμαστε και στο χώμα θα πάμε. Για παράδειγμα ένα συμποτικό επίγραμμα του Διοδώρου Ζωνά από τις Σάρδεις (1ος αιώνας μ.Χ.). Το μεταφράζω: «Δώσ’ μου το κύπελλο το ηδύ, πλασμένο από το χώμα / που με γέννησε, το χώμα που πεθαίνοντας θα με σκεπάσει».

Πιθανότερο είναι πάντως να έχουν κάποιοι ακουστά, από τις πολλές αναπαραγωγές της, μία από τις αναρίθμητες πληροφορίες που συγκέντρωσε στην Ιστορία του ο Ηρόδοτος, και να πραγματώνουν στον βίο τους την προφανή εντολή της μακάβριας παράστασης που συνήθιζαν οι αρχαίοι Αιγύπτιοι. Παραθέτω τη μετάφραση του αποσπάσματος από τον Αγγελο Σ. Βλάχο («Η ιστορία των Περσικών Πολέμων», Ωκεανίδα, 2005): 

«Στα συμπόσια των πλουσίων, άμα τελειώσει το δείπνο, κάποιος υπηρέτης περιφέρει ένα ξύλινο ομοίωμα νεκρού μέσα στο φέρετρό του, σκαλισμένο και χρωματισμένο όσο το δυνατόν καλύτερα, ώστε να μοιάζει αληθινό, το οποίο έχει μήκος μία έως δύο πήχες. Το δείχνει στον καθένα από τους καλεσμένους λέγοντας: “Βλέπε τον αυτόν και τρώγε και γλέντα, γιατί έτσι θα είσαι όταν πεθάνεις. Αυτή τη συνήθεια έχουν στα συμπόσια”».
Ενώ λοιπόν οι λίγοι, οι ευαρίθμητοι νεκροί είναι ορατοί, οι πολλοί, και κυρίως οι πάρα πολλοί, καταντούν αόρατοι. Είναι άψυχοι αριθμοί για τους στατιστικολόγους και τους ιστορικούς. Χαμένοι μες στην τεράστια μάζα, πεθαίνουν ανώνυμοι, άσημοι και επί της ουσίας άκλαυτοι. Αναρίθμητα σώματα, και όμως χωράνε εξαϋλωμένα στο κενοτάφιο λήθης που σπεύδει ν’ ανοίξει η ένοχη συνείδηση όσων έχουν την ευθύνη να προστατεύουν τη ζωή των συμπατριωτών τους και αποδεικνύονται απαράδεκτα υποδεέστεροί της. Γιατί, βέβαια, δεν φταίει μόνο ο κορωνοϊός για τις αμέτρητες εκατόμβες. 

Δεν φταίει επίσης ο κορωνοϊός για την ελαφρώς ή και καθ’ ολοκληρίαν πλαστή εικόνα της πανδημίας που φιλοτεχνούν και διακινούν ποικίλοι ηγέτες. Υποτίθεται ότι το πράττουν για να προστατέψουν τη χώρα τους, για ν’ αβγατίσουν λ.χ. τις μετοχές της στην τουριστική αγορά, εμφανίζοντάς τη σαν απολύτως ασφαλή, αν όχι σαν υγειονομικό υπόδειγμα. Κατά βάθος, όμως, τα κίνητρά τους είναι ιδιοτελή και κομματωφελή. Μόνο που καμιά φορά τα στρατηγήματα γίνονται μπούμερανγκ. Για παράδειγμα, η επιλογή της ελληνικής κυβέρνησης να γίνονται λίγα τεστ, ακόμα και στις πύλες εισόδου, διευκόλυνε την κατασκευή μιας τουριστικώς ελκυστικής εικόνας, την κατασκευή δηλαδή ενός μύθου, και μάλιστα επικίνδυνου, όπως αποδείχτηκε.
Οταν όμως, με την εκπνοή του καλοκαιριού, άρχισαν να πληθαίνουν οι νεκροί, που φεύγουν πια άκλαυτοι, δίχως ρεπορτάζ δραματικού τόνου, το τέχνασμα, η πλαστή εικόνα δηλαδή, έγινε αυτεπίστροφο βλήμα. «Στην Ελλάδα τα κρούσματα είναι πολλαπλάσια των επίσημων, πιθανόν άνω των χιλίων ημερησίως», εκτίμησε στις 13 Οκτωβρίου ο καθηγητής Γενετικής στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης Μανώλης Δερμιτζάκης. Επειδή όμως επιμένουμε στα λίγα τεστ, η χώρα μας εμφανίζεται να έχει μία από τις μεγαλύτερες θνησιμότητες στην Ευρώπη σε αναλογία κρουσμάτων. Γι’ αυτό και οι νεκροί μας, ήδη 463, φεύγουν σιωπηρά. Σαν να φταίνε οι ίδιοι που πέθαναν. Σαν να μην παίζουν τον ρόλο τους τα γνωστά «υποκείμενα νοσήματα» της πολιτείας: η έγνοια για την «εικόνα» και τη διαχείρισή της, η ανοργανωσιά, η απέχθεια για το δημόσιο σύστημα υγείας, που παραμένει υποστελεχωμένο και πλημμελώς εξοπλισμένο, ο ανεπαρκής, εκ των υστέρων έλεγχος των γηροκομείων και των προσφυγικών δομών. Είπαμε: τα γνωστά.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή