Στην Αμερική, 100 μίλια βορείως της Ν. Υόρκης, ο Πέτερ Σλοτερντάικ –ο σημαντικότερος ίσως εν ζωή διανοούμενος της Γερμανίας, μετά τον Γιούργκεν Χάμπερμας– ένιωσε να παθαίνει ένα «παλαιοευρωπαϊκό σάστισμα» («Nicht gerettet», Suhrkamp 2001). Περιπλανιόταν στο campus του Bard College όταν είδε σφηνωμένη στα χόρτα μια πλάκα. Ηταν ο τάφος της Χάνα Αρεντ, της Γερμανοεβραίας φιλοσόφου, η οποία είχε βρει καταφύγιο στην Αμερική στις αρχές της δεκαετίας του ’40.
Η Αρεντ είναι θαμμένη ανάμεσα σε άλλους καθηγητές του Bard, κοντά στη βιβλιοθήκη όπου έχει θησαυριστεί το αρχείο της. Ο Σλοτερντάικ απόρησε: Ποιος Ευρωπαίος καθηγητής θα κηδευόταν σήμερα στην αυλή του πανεπιστημίου του; Ποιο πανεπιστήμιο στον Παλαιό Κόσμο διατηρεί τέτοιο συλλογικό πνεύμα ώστε να αποτελεί μια νοερή κοινότητα νεκρών και ζωντανών δασκάλων, όπως αυτή που του εμφανιζόταν στο κολεγιακό κοιμητήριο στις όχθες του ποταμού Χάντσον;
Περίπου 20 χρόνια μετά την επίσκεψη του Σλοτερντάικ, έμελλε να ταφεί στον ίδιο χώρο ο Φίλιπ Ροθ. Η φιλόσοφος, η οποία αξιοποίησε ανηλεώς την ελευθερία που της προσέφερε η δεύτερη πατρίδα της, για να γίνει οίστρος αιρετικής σκέψης, γειτόνευε με τον λογοτέχνη που διέπρεψε ως ανατόμος της αμερικανικής ψυχής. Η πρόσφυγας και ο γηγενής συμβόλιζαν με τη συγκατοίκησή τους στο χώμα του πανεπιστημίου, στην άκρη της μητρόπολης, την άυλη υπεροπλία της Αμερικής. Υπάρχει σήμερα αυτός ο ευρύχωρος πολιτισμός που διέπρεπε στην αυτο-αμφισβήτηση; Ζει; Ή κείται μόνο στα μνήματα;
Τις πιο απαισιόδοξες διαγνώσεις τις παίρνει κανείς από τους ίδιους τους πάσχοντες. Παρά την εκλογική ανακούφιση, η φιλελεύθερη Αμερική προσπαθεί από την περασμένη Τρίτη να χωνέψει ότι αυτό που έζησε τα τελευταία τέσσερα χρόνια δεν ήταν ένας παροδικός κλυδωνισμός. Εβδομήντα εκατομμύρια ψηφοφόροι προτίμησαν τον Τραμπ.
Είναι άραγε όλοι τους δικαιολογημένα θιγμένοι από τον ελιτισμό των Δημοκρατικών, που αντί να ασχολούνται με τις βιωτικές αγωνίες της παλιάς εκλογικής τους βάσης, της κάνουν μαθήματα μειονοτικού δικαιωματισμού; Αρκεί άραγε μια «φιλεργατική» παλινόρθωση της ατζέντας του κόμματος για να κατέβουν οι νεοπροσήλυτοι του Τραμπ από τα κάγκελα; Αν ίσχυε απόλυτα αυτή η υπόθεση, η περιφρονημένη εργατική τάξη δεν θα ψήφιζε κόντρα στα συμφέροντά της. Θα προτιμούσε τον υποψήφιο που της υπόσχεται τουλάχιστον ένα σύστημα περίθαλψης.
Η υπόθεση των περιφρονημένων υποτιμά τον παράγοντα του φυλετισμού. Οι δύο Αμερικές δεν σηματοδοτούν έναν διχασμό σαν αυτόν που βλέπουμε στις δύο Βρετανίες του Brexit ή στις δύο Πολωνίες των αμβλώσεων. Στα έθνη-κράτη της Ευρώπης δεν υπάρχει η συνείδηση μιας ριζικά διαφορετικής ταυτότητας – της λευκής Αμερικής, που νιώθει ότι δίνει πόλεμο επιβίωσης. Το χάσμα στις ΗΠΑ έχει βάθος εμφυλιακό.
Οι τοκιστές αυτού του χάσματος είναι μειοψηφία – μεγάλη, αλλά μειοψηφία. Και ωστόσο τους προικοδοτεί με ασύμμετρη ισχύ ένα παρωχημένο εκλογικό σύστημα. Τους επιτρέπει να ποδηγετούν τα δικαστήρια και να ρίχνουν σε τέλμα τα νομοθετικά σώματα, διαιωνίζοντας τον διχασμό.
Ο πρόεδρος αλλάζει στις ΗΠΑ. Αλλά μόνο ο πρόεδρος.
Τζάμπα διαφήμιση
Τι να την κάνει την εύνοια των ΜΜΕ η κυβέρνηση, όταν της κάνει τόσο καλό μάρκετινγκ ο Πολάκης;
Αξιοθρήνητοι
Η Χίλαρι Κλίντον τους είχε πει μια φορά, ανεπίσημα, «αξιοθρήνητους». Ο Κυριάκος Μητσοτάκης τους είπε δύο φορές, επισημότατα, «ψεκασμένους». Το δικό του «deplorables moment» δεν ήταν moment.
Η δημόσια εκδήλωση περιφρόνησης προς ένα μέρος του εκλογικού σώματος, που θεωρείται ανεπίδεκτο πειθούς, δεν ήταν στιγμιαία παρόρμηση από την πλευρά του πρωθυπουργού. Δεν ήταν όμως ούτε συμβατή με το πρωθυπουργικό προφίλ του.
Ο ίδιος μέχρι τώρα τηρούσε ρητά –και τιμούσε ρητορικά– τον θεσμικό τύπο: δεν κουραζόταν να επαναλαμβάνει ότι είναι πρωθυπουργός όλων των Ελλήνων – αψέκαστων και ψεκασμένων. Τι άλλαξε;
«Μιλάμε για τον άνθρωπο που η πρώτη του κουβέντα είναι πάντα “πείτε μου τα δεδομένα”», λέει συνεργάτης του. Το λέει για να εξηγήσει την ευ-λαβική προσήλωση του Μητσοτάκη στα data της επιστήμης και στην κοινή λογική.
Η αγανάκτηση για όσους απειλούν τη δημόσια υγεία, αρνούμενοι τα ιερά «δεδομένα», είναι που έκανε τον Μητσοτάκη να αποδεσμευτεί από τους τύπους, χωρίς, όπως λένε, να το πολυζυγίσει. Θυμωμένος ορθολογισμός.