Η πλειονότητα του ελληνικού πολιτικού συστήματος προσέβλεπε στην εκλογή του Δημοκρατικού υποψηφίου Τζο Μπάιντεν, με την ελπίδα πως θα παρέμβει δραστικά και εντέλει θα δαμάσει τις επεκτατικές φιλοδοξίες του προέδρου της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Ευκταίο να δικαιωθούν οι ευελπιστούντες και να επαληθευθούν οι προσδοκίες τους, αν και στο παρελθόν υπήρξαν διαψεύσεις και πικρίες.
Κατ’ αρχάς, ακόμη και αν ο υποψήφιος των Δημοκρατικών Τζο Μπάιντεν εξασφαλίσει την πλειοψηφία των εκλεκτόρων στα μέσα Δεκεμβρίου, ο κ. Ντόναλντ Τραμπ θα εξακολουθεί να είναι ο πρόεδρος των ΗΠΑ έως την 21η Ιανουαρίου, ασκώντας πλήρως τις εξουσίες του αξιώματός του.
Πέραν αυτού, στο διάστημα που μεσολαβεί έως την ορκωμοσία του Αμερικανού πρόεδρου, οι ΗΠΑ θα βυθιστούν σε παραλυτική εσωστρέφεια, δεδομένου ότι ο κ. Τραμπ προσφεύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο ζητώντας την ανακαταμέτρηση των ψήφων σε τέσσερις πολιτείες, λόγω παρατυπιών, όπως ο ίδιος εκτιμά, στην επιστολική ψήφο.
Αυτό που όμως κυρίως ενδιαφέρει την Ελλάδα είναι ότι ο κ. Τραμπ είναι ο μόνος που είχε τη δυνατότητα παρεμβάσεως στον Τούρκο ομόλογό του. Και το έπραξε, αν και όχι σε βαθμό ικανοποιητικό για την ελληνική πλευρά, αλλά στο πνεύμα ενεργείας της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής σε ανάλογες περιπτώσεις.
Η κατάσταση θα είναι πολύ διαφορετική αν, ως εκτιμάται, ο κ. Μπάιντεν εγκατασταθεί στον Λευκό Οίκο. Οχι ασφαλώς λόγω των προεκλογικών φιλελληνικών δηλώσεών του, αλλά διότι προ ολίγων μηνών απεκαλύφθη συνομιλία του με δημοσιογράφους, κατά την οποία ετάχθη υπέρ της απομακρύνσεως του κ. Ερντογάν από την εξουσία, αν και όχι με στρατιωτικό πραξικόπημα, όπως είχε επιχειρηθεί στο παρελθόν από τμήμα του τουρκικού στρατιωτικού κατεστημένου.
Βάσει αυτών των δεδομένων και εάν κανείς λάβει υπόψη την ιδιοσυγκρασία του κ. Ερντογάν, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα είναι πλέον ένας «έντιμος διαμεσολαβητής» και προαγωγός μιας ελληνοτουρκικής προσεγγίσεως.
Κάποιοι θα υποστηρίξουν πιθανόν ότι η προσωπική αντιπαλότης των δύο ηγετών ενδέχεται να ωθήσει τον κ. Ερντογάν να αυξήσει τις προκλήσεις του, σε σημείο που να εξαναγκάσει την Ελλάδα να αντιδράσει στρατιωτικώς πριν αναλάβει ο κ. Μπάιντεν τη διακυβέρνηση των ΗΠΑ.
Τίποτε δεν μπορεί να αποκλεισθεί βεβαίως, αλλά ας μην προεξοφλούμε συμφορές. Θα ήταν όμως χρήσιμο να έχει κανείς υπ’ όψιν πως όσο αυξάνεται ο αριθμός των ηγετών που διάκεινται εχθρικώς στον κ. Ερντογάν –σε επίπεδο πολιτικό και ιδεολογικό– τόσο θα αυξάνεται η επιθετικότης της Τουρκίας προς τη χώρα μας.
Εντιμους διαμεσολαβητές έχει ανάγκη η Ελλάδα για μια άμβλυνση της ελληνοτουρκικής κρίσεως, τουλάχιστον σε πρώτη φάση. Οχι προσωπικούς ή ιδεολογικούς πολεμίους του Τούρκου προέδρου. Διότι άλλης φύσεως είναι τα εφήμερα προβλήματα των συμμάχων μας με τον κ. Εντρογάν και διαφορετικές οι διαχρονικές διαφορές Ελλάδος και Τουρκίας.