Ο πρωθυπουργός των ψεκασμένων

Ο πρωθυπουργός των ψεκασμένων

4' 41" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στο διάγγελμά του στις 31 Οκτωβρίου, ο πρωθυπουργός της χώρας αναφέρθηκε για πρώτη φορά σε κάποιους που αποκάλεσε “λίγους ψεκασμένους”. Με αυτή τη λέξη. Ψεκασμένοι. Σε άλλο ένα διάγγελμα, λίγες ημέρες αργότερα, αναφέρθηκε σε αυτούς ξανά με τον ίδιο τρόπο. Έκτοτε, όπως ασφαλώς θα έχετε παρατηρήσει, συνέβησαν και κάμποσα άλλα πράγματα, αλλά εμένα εκείνη η αναφορά μου έμεινε κολλημένη στο μυαλό, σαν ενοχλητική φλοίδα από ποπ κορν στα δόντια.

Είναι σωστό και πρέπον ο πρωθυπουργός της χώρας να αποκαλεί τους ψεκασμένους “ψεκασμένους”;

Όχι ότι δεν είναι. Με τον σκωπτικό όρο, που κυριολεκτικά παραπέμπει σε αυτούς που πιστεύουν ότι οι λευκές γραμμές που αφήνουν πίσω τα αεροπλάνα είναι αέρια με τα οποία κάποιοι “μας ψεκάζουν”, πλέον χαρακτηρίζονται συνολικά οι ευάλωτοι συμπολίτες μας που πιστεύουν σε κάθε είδους εξώφθαλμα παλαβές θεωρίες συνομωσίας. Δεν είναι λίγοι -σύμφωνα με έρευνα της διαΝΕΟσις το 2018, το 27% πιστεύουν ότι μας ψεκάζουν- αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι πλειοψηφία. Επίσης, τέτοιοι πολίτες υπάρχουν σε όλες τις κοινωνίες του κόσμου (και μάλιστα σε κάποιες και σε μεγαλύτερα ποσοστά) και οι πεποιθήσεις τους, η επιρροή τους και οι πολιτικές τους στάσεις είναι θέματα πολύ συναρπαστικά για να τα συζητά κανείς, και ενίοτε και πολύ σοβαρά. Σε κάποιες κοινωνίες αυτοί οι άνθρωποι διαμορφώνουν πολιτικά συμπαγείς μειοψηφίες που απορρίπτουν εν γένει τους θεσμούς της φιλελεύθερης δημοκρατίας και αποτελούν πραγματικό κίνδυνο για την επιβίωσή της. Σε άλλες, όπως τη δική μας, είναι κατακερματισμένοι στα φανατικά άκρα, και η πραγματική τους δύναμη είναι μικρή. Όπως και να ‘χει, όμως, παντού είναι επίκαιρο το ερώτημα: τι τους κάνεις; Ή το: πώς τους μιλάς; Ή το: όταν αποκτούν την πολιτική ισχύ, κυρίως ως θύματα επιδέξιων λαϊκιστών, πώς τους αντιμετωπίζεις;

Γι’ αυτά τα ερωτήματα τα τελευταία χρόνια η άποψή μου έχει αλλάξει. Κάποτε, μαζί με άλλους αφελείς, πίστευα ότι η συνεπής και βροντερή υπεράσπιση της αλήθειας από θέσεις κύρους και μετερίζια αξιοπιστίας, θα αρκούσε για να ξεβουλώνει πάντα τους πηχτούς, ρυπαρούς θρόμβους της παραπληροφόρησης και των ψεμάτων, σαν ένα πανίσχυρο τουμποφλό ορθολογισμού. Κάναμε λάθος. Καμία αλήθεια δεν μπορεί να αλλάξει τη γνώμη κάποιου όταν το ψέμα, όσο παλαβό κι απίστευτο, έχει τη δύναμη να λειτουργεί σαν καταπραϋντικό, σαν βάλσαμο μιας ανασφαλούς ταυτότητας σε έναν κόσμο που αλλάζει υπερβολικά γρήγορα. Πού να πας να εξηγήσεις ότι οι μάσκες δεν έχουν μέσα “τσιπάκι 5G” σε έναν πανικόβλητο άνθρωπο που πιστεύει ότι κάθε πτυχή της ευάλωτης ύπαρξής του κινδυνεύει κάθε στιγμή θανάσιμα από μετανάστες, αέρια, εμβόλια και libs. Δεν έχει καν νόημα να μπεις σε συζήτηση, κάτι που έχω πολλές φορές διαπιστώσει στην πράξη. Πλέον φρονώ ότι μέρος της αντιμετώπισης (αν και όχι το σημαντικότερο), ειδικά σε περιπτώσεις κρίσης, ζωής και θανάτου, όταν δεν παίζουμε με το αν ο Πρόεδρος των ΗΠΑ έχει ή όχι αμερικανικό πιστοποιητικό γέννησης αλλά με το αν θα πεθάνουν χιλιάδες ή εκατομμύρια άνθρωποι, είναι η αντίδραση. Το ξεμπρόστιασμα. Ο εξευτελισμός. Μερικές φορές στην εποχή μας ξεχνάμε ότι άνθρωποι ευάλωτοι σε θεωρίες συνομωσίας υπήρχαν πάντα και, μάλιστα, πιθανότατα σε εποχές με χειρότερα εκπαιδευτικά συστήματα και λιγότερη ενημέρωση σχεδόν σίγουρα ήταν και περισσότεροι. Ο λόγος όμως που τότε ακούγονταν σπανιότερα και εκλέγονταν σπανιότερα -ή και ποτέ- στη Βουλή των Αντιπροσώπων, ήταν το ότι δεν βρίσκονταν μεταξύ τους εύκολα, δεν σχημάτιζαν ακαριαία κοινωνικά δίκτυα στα οποία αλληλοεπιβεβαιώνονταν και τσιμέντωναν μαζί τις παλαβές τους πεποιθήσεις και, ως εκ τούτου, χαμένοι στην ανωνυμία, ως διάσπαρτες μειοψηφίες, ντρέπονταν. Γι’ αυτό δεν τους ακούγαμε. Επειδή ντρέπονταν. Φαίνεται ότι σε κάποιες περιπτώσεις σήμερα αυτή είναι μια αποτελεσματική λύση για να απομακρύνονται από το δημόσιο διάλογο, όταν το διακύβευμα είναι αρκετά σοβαρό: ο εξευτελισμός. Να τους κάνουμε πάλι να ντρέπονται, όσο αρμόζει η ντροπή και η διαπόμπευση σε κάποιον που, ας πούμε, νομίζει ότι ο κορωνοϊός “δεν υπάρχει”.

Αλλά ποιοι “να τους κάνουμε”; Σίγουρα όχι ο πρωθυπουργός.

Σήμερα στην Ελλάδα πεθαίνουν 50 άνθρωποι την ημέρα από Covid-19 και η Θεσσαλονίκη κινδυνεύει να γίνει Μπέργκαμο. Κινδυνεύουμε να ζήσουμε τη μεγαλύτερη τραγωδία της σύγχρονης ιστορίας στη χώρα μας, ένα τραύμα που η γενιά μας ποτέ δεν θα δει να επουλώνεται τελείως. Οπότε είναι φυσιολογικό κάθε άνθρωπος που έχει ευθύνη να αντιμετωπίσει αυτό το πράγμα, είτε από θέση πολιτική, είτε από την πρώτη γραμμή της αντιμετώπισης της τραγωδίας, να μην έχει και πολλή υπομονή με τον κάθε ψεκασμένο που φωνάζει στο YouTube ότι ο κορωνοϊός είναι μια συνωμοσία “για να μας φιμώσουν”.

Αν και ο πρωθυπουργός δικαιούται κι αυτός σε προσωπικό επίπεδο να είναι έξαλλος με αυτούς, όμως, θεσμικά δεν μπορεί. Ο πρωθυπουργός δεν είναι ο προπονητής μας, να βάλει τις φωνές σε όσους δεν παίζουνε καλά, ούτε είναι ο μπαμπάς μας. Είναι ο υπάλληλός μας, αυτός που διορίσαμε για να συντονίζει τους υπόλοιπους και να λύσουν τα προβλήματα. Και είναι ο υπάλληλος όλων μας, ακόμα και αυτών που μειοψήφισαν όταν τον διαλέξαμε. Ακόμα και αυτών που δεν θεωρούν ότι έτσι πρέπει να επιλέγονται αυτοί οι υπάλληλοι. Ακόμα και αυτών που προτιμούσαν για αυτή τη θέση κάτι βαρυποινίτες εγκληματίες. Ακόμα και των ψεκασμένων.

Αυτό μπορεί να ακούγεται λίγο αφελές σε έναν κόσμο στον οποίο η ακραία πολιτική πόλωση είναι η νόρμα, αλλά στην περίπτωσή μας, που είμαστε λιγότερο πολωμένοι από ό,τι άλλες, πολύ μεγαλύτερες κοινωνίες, έχουμε την πολυτέλεια να τα προσέχουμε αυτά τα πράγματα.  

Σήμερα, μέσα στην ακραία κρίση που κινδυνεύει να γονατίσει τη χώρα μας για πολύ καιρό, οι λίγοι αλλά φωνακλάδες ψεκασμένοι είναι όντως ένα πρόβλημα. Όμως η αντιμετώπισή τους δεν είναι δουλειά του πρωθυπουργού. Ειδικά αν το όπλο για την αντιμετώπισή τους είναι ο εξευτελισμός και ο εξοβελισμός του τοξικού τους λόγου από το δημόσιο διάλογο, τότε οπωσδήποτε ο πρωθυπουργός δεν έχει καμία αρμοδιότητα στο θέμα. Δεν είναι δική του δουλειά.

Ποιανού δουλειά είναι; Ε, εσείς τι λέτε.

Δική μας δουλειά είναι. Δική μου, που τα γράφω, και δική σας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή