Πολιτικός ανταγωνισμός στη νέα εποχή

Πολιτικός ανταγωνισμός στη νέα εποχή

5' 5" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, όταν κλήθηκε το καλοκαίρι του 1974 για να αποκαταστήσει τη δημοκρατία, είχε μια εξαιρετικά απλή ιδέα για το πώς θα έπρεπε να κυβερνηθεί η χώρα. Τη μεταφέρω ακριβώς όπως ο ίδιος την εξέφρασε τότε: «Οι πάγιες θέσεις στα βασικά ζητήματα που απασχολούν ένα έθνος και προδιαγράφουν την πορεία του δεν μπορεί να είναι πολλές. Εκ των πραγμάτων, οι δυνατές επιλογές είναι ολίγες. Συνεπώς, η ύπαρξη πολυάριθμων κομμάτων, με αυτοσχέδια προγράμματα, όχι μόνον δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες ενός λαού, αλλά προκαλεί σύγχυση και πολιτική αστάθεια, που είναι η πληγή της δημοκρατίας». Σαν πρακτικός πολιτικός που ήταν, λοιπόν, ο Καραμανλής επιθυμούσε τη διαμόρφωση ενός συστήματος δύο μεγάλων κομμάτων που, αφού πρώτα είχαν συμφωνήσει στα βασικά, θα εναλλάσσονταν στην εξουσία για να πετύχουν όλα τα υπόλοιπα με τρόπο που καθένα από τα δύο θεωρούσε τον καλύτερο.

Εντούτοις, τα πολιτικά πράγματα της χώρας δεν κύλησαν όπως το επιθυμούσε ο Καραμανλής. Το μεταπολιτευτικό πολιτικό σύστημα στηρίχθηκε μεν σε δύο μόνο κόμματα (κάποτε τα αποκαλούσαμε και «κόμματα εξουσίας»), αλλά τα βασικά ζητήματα της χώρας συνέχισαν –και αρκετά ακόμη συνεχίζουν– να αποτελούν αντικείμενο άγονου πολιτικού ανταγωνισμού και αμείωτης πόλωσης.

Και έτσι πέρασαν οι δεκαετίες του πολωμένου δικομματισμού, πότε με το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία και πότε με τη Νέα Δημοκρατία, και με τη χώρα να προχωράει κουτσά-στραβά προς το μέλλον. Δίχως σωστή παιδεία, με ακριβή μεν αλλά ανεπαρκή υγειονομική περίθαλψη, χωρίς βιώσιμο ασφαλιστικό σύστημα. Και όταν ανέκυπταν εξωτερικές απειλές, πάντα ελπίζαμε σε θετική έξωθεν παρέμβαση. Κάπως έτσι ξεπεράσαμε και τα Ιμια. Αλλά κατόπιν ήρθε η οικονομική κρίση και μείναμε μόνοι μας στην αρένα, και ζητήσαμε εξωτερική βοήθεια για να μη χρεοκοπήσουμε, αλλά εν τω μεταξύ χρεοκόπησε το πολιτικό μας σύστημα και βρεθήκαμε να μας κυβερνάει μία κυβέρνηση σε αριστεροδεξιά συσκευασία και με ένα Κοινοβούλιο γεμάτο από λαϊκιστές, κομμουνιστές και νεοναζί. Αλλά και πάλι τη γλιτώσαμε κι ας είχε χτυπήσει «κόκκινο» η πολιτική και κοινωνική πόλωση στη χώρα, κι ας κινδυνέψαμε στα σοβαρά να βρεθούμε εκτός Ευρωζώνης, ίσως και εκτός Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ηταν σαν το έθνος να έχει πηδήξει από τον τελευταίο όροφο μιας πολυκατοικίας και να προσγειώθηκε στα πόδια του, περίπου όρθιο. Μετά ήρθαν οι εκλογές του 2019, στις οποίες ηττήθηκε ο λαϊκισμός, και η χώρα φάνηκε επιτέλους να εισέρχεται σε νέα εποχή.

Ωστόσο, εντελώς αναπάντεχα, η νέα εποχή ήδη χαρακτηρίζεται από μια σημαντική αλλαγή. Αυτή είναι ότι, για πρώτη φορά μεταπολιτευτικά, τα πλέον βασικά, σχεδόν υπαρξιακά, ζητήματα που απασχολούν το έθνος έχουν εξωγενή προέλευση. Δηλαδή, δεν έχουν προκληθεί από εμάς τους ίδιους (όπως συνέβη με όλες σχεδόν τις μεγάλες κρίσεις του παρελθόντος) αλλά έχουν διεθνή διάσταση. Τα ζητήματα είναι τρία: το μεταναστευτικό, η πανδημία, και η τουρκική απειλή.

Το μεταναστευτικό, πρώτα, έχει τις αιτίες του σε περιοχές του κόσμου που δεν βρίσκονται μακριά – την εμπόλεμη Συρία, το ρημαγμένο Αφγανιστάν, τη διαλυμένη Λιβύη, φτωχές χώρες της Αφρικής. Λόγω της γεωγραφικής της θέσης, όμως, η Ελλάδα αποτέλεσε τα τελευταία χρόνια την κύρια είσοδο μετανάστευσης στην Ευρώπη. Η σημερινή κυβέρνηση, με την οικονομία ακόμη σε ύφεση και εν μέσω υγειονομικής κρίσης, βρέθηκε υποχρεωμένη να ανακόψει την ανεξέλεγκτη ροή μεταναστών, διαφυλάσσοντας τα θαλάσσια σύνορα και φράσσοντας τα χερσαία σύνορα της χώρας (που επίσης αποτελούν και ευρωπαϊκό σύνορο).

Η πανδημία του κορωνοϊού, δεύτερον, επίσης ξεκίνησε από κάπου αλλού, επεκτάθηκε σε όλο τον κόσμο (τι πανδημία θα ήταν άλλωστε!) και, φυσικά, έφτασε γρήγορα στην Ελλάδα. Η χώρα βρέθηκε έτσι αναγκασμένη να βελτιώσει με μεγάλη ταχύτητα ένα σύστημα υγείας που ήταν για δεκαετίες παραμελημένο και να κινητοποιήσει κάθε τομέα του υπόλοιπου κρατικού μηχανισμού, ο οποίος κατά το παρελθόν δεν είχε δα και καμιά φήμη τρομερής αποτελεσματικότητας στην αντιμετώπιση μεγάλων κρίσεων.

Τέλος, η απρόκλητα επιθετική πολιτική της Τουρκίας στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο δημιούργησε εκ νέου για την Ελλάδα ζήτημα στρατιωτικής ετοιμότητας και εθνικής ασφάλειας. Επιπλέον της οικονομικής και υγειονομικής κρίσης, λοιπόν, η χώρα επίσης βρέθηκε αντιμέτωπη με την ανάγκη για αναβάθμιση της πολεμικής της ικανότητας και διαρκή αμυντική επαγρύπνηση. Εκτός από το να σηκώνει φράκτες στον Εβρο και να προνοεί για όλο και περισσότερες κλίνες στις ΜΕΘ, η κυβέρνηση θα έπρεπε τώρα να αγοράσει αεροπλάνα, φρεγάτες και άλλο πολεμικό υλικό.
Από τη νέα κατάσταση όπου οι εσωτερικές εξελίξεις στη χώρα καθορίζονται κυρίως από τον διεθνή παράγοντα, και η οποία μάλλον τείνει να γίνει κυρίαρχη, προκύπτουν αβίαστα τέσσερα βασικά συμπεράσματα, καθώς και μία τελική διαπίστωση:

• Το πρώτο συμπέρασμα είναι ότι στη νέα εποχή, όπου οι κρίσεις είναι εξωγενείς παρά ενδογενείς, η Ελλάδα, για να τα βγάλει πέρα, χρειάζεται τη συνδρομή της Ευρώπης και, συνεπώς, οφείλει να παίζει όλο και πιο θετικά ενεργό ρόλο στα ευρωπαϊκά κέντρα αποφάσεων.

• Το δεύτερο συμπέρασμα είναι ότι η αντιμετώπιση μεγάλων και πολύπλοκων κρίσεων σαν αυτές που αντιμετωπίζει σήμερα η Ελλάδα –και όσων ακόμη είναι να προκύψουν στο μέλλον– χρειάζεται ισχυρό κράτος στελεχωμένο στις υψηλές θέσεις με προσωπικό που διαθέτει τεχνοκρατική –και τεχνολογική– κατάρτιση. Οι ιδεολογικές αντιπαλότητες είναι άνευ αξίας και μόνο ζημιά κάνουν στο κοινωνικό σύνολο.

• Το τρίτο συμπέρασμα που προκύπτει από καταστάσεις εξωτερικών απειλών είναι ότι η κοινωνία μονοιάζει περισσότερο καθώς αντιλαμβάνεται ότι αυτά που την ενώνουν είναι περισσότερα από εκείνα που τη χωρίζουν. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η απειλούμενη κοινωνία τείνει να συντάσσεται με την κυβέρνηση, αφού αυτή έχει υποχρέωση να προασπίσει το εθνικό συλλογικό συμφέρον.

• Το τέταρτο και τελευταίο συμπέρασμα είναι ότι η αντιπολίτευση δεν κερδίζει αντιπαρατιθέμενη προς την κυβέρνηση στα επείγοντα εξωτερικά ζητήματα. Μπορεί όμως να κερδίσει προτείνοντας βελτιωμένες τεχνοκρατικές λύσεις στα χρονίζοντα εσωτερικά.

Στον βαθμό που τα παραπάνω συμπεράσματα είναι σωστά, οδηγούμαστε στην εξής διαπίστωση: Εφόσον η εσωτερική πολιτική σκηνή της χώρας πλέον καθορίζεται όλο και περισσότερο από εξελίξεις που συμβαίνουν εκτός Ελλάδας, οι λύσεις στα βασικά θέματα που επηρεάζουν τη χώρα είναι όχι μόνον λίγες, αλλά και άμεσα εξαρτώμενες από εξωγενείς παράγοντες. Στο νέο δυσχερές περιβάλλον, οι συνθήκες είναι παραδόξως ιδανικές για τη δημιουργία ενός συστήματος με δύο ισχυρά κόμματα που θα επιχειρούν συγκλίσεις στο κέντρο με γνώμονα το κοινό εθνικό συμφέρον, όπως εκείνο που είχε φανταστεί πριν από μισό περίπου αιώνα ο Καραμανλής. Το ένα από τα δύο κόμματα που είναι απαραίτητα για να λειτουργήσει ένα τέτοιο σύστημα μη πολωμένου δικομματισμού ήδη υπάρχει. Χρειαζόμαστε το δεύτερο.
 
* Ο κ. Τάκης Σ. Παππάς είναι πολιτικός επιστήμονας στο Πανεπιστήμιο του Ελσίνκι και συγγραφέας. Διατηρεί το ιστολόγιο www.pappaspopulism.com.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή