Ρέκβιεμ για ένα άγνωστο κορίτσι

Ρέκβιεμ για ένα άγνωστο κορίτσι

2' 12" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Ο Πίτερ την είδε πρώτος». Ετσι αρχίζει το διήγημα «Κατίνα» του Αγγλου συγγραφέα Ρόαλντ Νταλ. Ενταγμένο στην (αμετάφραστη) συλλογή διηγημάτων «Over To You», μας μεταφέρει στην Ελλάδα, ογδόντα ακριβώς χρόνια πριν: τον Απρίλιο του 1941.

Ο Νταλ ήταν μάχιμος ιπτάμενος χειριστής της RAF και βρέθηκε στην Ελλάδα με την 80ή Μοίρα Διώξεως, τμήμα του βρετανικού εκστρατευτικού σώματος  (περισσότερα στο ένθετο «Τέχνες και Γράμματα», αυτή την Κυριακή).

Η Κατίνα του τίτλου ήταν ένα κοριτσάκι που οι Βρετανοί πιλότοι «υιοθέτησαν». «Αυτά συνέβαιναν στην Ελλάδα, στις αρχές Απριλίου του 1941, στην Παραμυθιά. Η Μοίρα μας ήταν σταθμευμένη σε ένα λασπωμένο χωράφι κοντά στο χωριό. Βρισκόμασταν στον πάτο μιας κοιλάδας και ολόγυρα μας περικύκλωναν βουνά. (…) Οι Γερμανοί, οι οποίοι είχαν διεισδύσει μέσω Γιουγκοσλαβίας λίγες ημέρες πριν, επιχειρούσαν τώρα με όλες τους τις δυνάμεις και εκείνο το απόγευμα είχαν έρθει έπειτα από πτήση σε μεγάλο υψόμετρο με περίπου τριάντα πέντε Ντορνιέ και βομβάρδισαν το χωριό». 

Θα επιστρατευθεί ένας Γιαννιώτης διερμηνέας, ο Περικλής. Μέσω αυτού οι Βρετανοί μαθαίνουν ότι η Κατίνα βρέθηκε να τριγυρνά στα χαλάσματα του βομβαρδισμένου χωριού της. «Η οικογένειά της βρισκόταν κάτω από αυτές τις πέτρες». 

Λίγες ημέρες αργότερα, οι Βρετανοί μετασταθμεύουν στην Ελευσίνα για να υπερασπιστούν την Αθήνα. Με τα φορτηγά της Μοίρας θα έρθει εκεί και η μικρή Κατίνα. 

Πλέον οι Γερμανοί επιτίθενται ανηλεώς. Υποχωρώντας, οι Βρετανοί θα πάρουν μαζί τους την Κατίνα στα χωράφια του Αργους.  Αλλά οι Γερμανοί θα τους εντοπίσουν. Ειδικά ένα Μέσερσμιτ. Μέσα στον χαμό, η Κατίνα θα βρεθεί ακάλυπτη.

«Θυμάμαι να σκέφτομαι ότι ήταν τόσο μικρούλα που δεν ήταν δυνατόν να την πετύχει», γράφει ο Νταλ. «Θυμάμαι τις σπίθες από τα πυροβόλα του καθώς έκανε τη βύθιση, και θυμάμαι να βλέπω το παιδί, για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, να στέκεται εντελώς ακίνητο, κοιτώντας το μηχάνημα. Θυμάμαι ότι ο άνεμος φυσούσε στα μαλλιά της. Επειτα έπεσε κάτω». 

Την επόμενη σκηνή ο Νταλ δεν την ξέχασε ποτέ: όλοι αυτοί οι άνδρες που είχαν καλυφθεί, όρμησαν τώρα έξω, προς τον «μικρό μπόγο που κείτονταν ακίνητος στη μέση του χωραφιού». 

Την ξάπλωσαν κάτω από ένα δέντρο. Ολόγυρά τους καίγονταν αεροπλάνα. «Είδα το δικό μου Χάρικεϊν να καίγεται κοντά εκεί και απόμεινα να κοιτάζω αβοήθητος τις φλόγες που χόρευαν γύρω από τη μηχανή, γλείφοντας τα μεταλλικά φτερά του».

Ζαλισμένος, ο Νταλ νομίζει πως βλέπει το παιδί να στέκεται στη μέση του χωραφιού, με τον ήλιο να ακτινοβολεί στα μαλλιά της. «Για μια στιγμή, κοίταξε τον ουρανό, ο οποίος ήταν καθαρός, γαλανός, χωρίς σύννεφα. Επειτα στράφηκε προς εμένα και καθώς γύρισε, είδα το λευκό φουστάνι της να έχει πάρει το χρώμα του αίματος. Επειτα, δεν υπήρχαν πια φλόγες, μονάχα η αστραφτερή παραμορφωμένη φιγούρα του καμένου αεροπλάνου. Πρέπει να στεκόμουν εκεί κάμποση ώρα». 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή