«Να πάμε καβάλα στους καιρούς»

«Να πάμε καβάλα στους καιρούς»

3' 0" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Σας καλώ σήμερα να πάμε 41 χρόνια πίσω. Βρισκόμαστε στον Ιούνιο του 1980, όταν ξεκινά τις εργασίες του στην Αθήνα το συνέδριο κλωστοϋφαντουργίας. Στο βήμα ανεβαίνει ο βιομήχανος Πανάγος Παναγόπουλος. Θα μιλήσει για το μέλλον της βιομηχανίας πλεκτικής, ετοίμου ενδύματος και μόδας, η οποία απασχολεί τότε δεκάδες χιλιάδες εργαζομένους και διαθέτει εντυπωσιακό κύκλο εργασιών.

Οι φτωχές χώρες του Νότου, ξεκινά, έχουν μπει για τα καλά στη βιομηχανία του έτοιμου ενδύματος και με όπλο το χαμηλό κόστος απειλούν τις ανεπτυγμένες βιομηχανικές χώρες, γεγονός που έχει ήδη οδηγήσει στην απώλεια ενός εκατομμυρίου θέσεων εργασίας στην κλωστοϋφαντουργία: «Για τους μελετητές είναι ένας αριθμός που γεννάει ανήσυχες σκέψεις. Γι’ αυτούς που χάνουν τις δουλειές τους είναι πλήγμα και συντριβή και πόνος μεγάλος». Παράλληλα, όμως, οι βιομηχανικές χώρες απαντούν κρατώντας τις μάρκες, το μάρκετινγκ και την υπεραξία που τις συνοδεύει, αφήνοντας μόνο την παραγωγή στις αναπτυσσόμενες χώρες. Οπως είναι φυσικό, οι εξελίξεις αυτές ταράζουν την ελληνική κλωστοϋφαντουργία, που δεν διαθέτει ούτε το χαμηλό κόστος των φτωχών χωρών ούτε το μάρκετινγκ των πλουσίων. Η ανάγκη προσαρμογής είναι κάτι περισσότερο από προφανής. Πώς όμως;

Ο Παναγόπουλος διατυπώνει πολλές και συγκεκριμένες προτάσεις γύρω από έναν άξονα: πρέπει να δημιουργήσουμε μόδα. Αν θέλουμε, λέει, να ορίσουμε την προοπτική μας στην παγκόσμια αγορά, αυτό θα το πετύχουμε μόνο με επώνυμα προϊόντα. Πρέπει δηλαδή να επιβάλουμε τον εαυτό μας σαν δημιουργό μόδας. Μόνον έτσι, υποστηρίζει, θα αποκτήσουμε τη βιομηχανική μας ταυτότητα. Η κατάκτηση παγκόσμιας αναγνωρισιμότητας προϋποθέτει σειρά μέτρων όπως η δυναμική προώθηση της ελληνικής μόδας διαμέσου μόνιμων εκθέσεων στην Ελλάδα και σε ευρωπαϊκές πόλεις, η δημιουργία ινστιτούτου κλωστοϋφαντουργίας και μόδας, η ίδρυση τράπεζας πληροφοριών, η ανάπτυξη τεχνικής παιδείας, ως και η ανάπτυξη της γεωργικής παραγωγής του βαμβακιού. Πρέπει επίσης η επιστημονική ηγεσία της χώρας να αγκαλιάσει τα προβλήματα της οικονομίας και οι άνθρωποι του κλάδου να συνεργαστούν στενά μεταξύ τους. Με λίγα λόγια, «χρειάζονται να γίνουν τόσο πολλά που δεν μπορεί να τα φτιάξει κανένας μόνος του». Ακόμη, προειδοποιεί πως αν η σχετικά ανεπτυγμένη ελληνική κλωστοϋφαντουργία «με τις τόσες δημιουργημένες προϋποθέσεις, την τόση πείρα και τα τόσα συγκριτικά πλεονεκτήματα» αποτύχει να προσαρμοστεί στις εξελίξεις, τότε δεν μένει χώρος για βιομηχανική παρουσία. Τότε θα μείνει μόνο «το καφενείον η Ελλάς».

Σήμερα γνωρίζουμε την κατάληξη που είχαν τα πράγματα. Η ελληνική κλωστοϋφαντουργία δεν κατάφερε να κάνει το άλμα της ανταγωνιστικότητας και, όπως το μεγαλύτερο τμήμα της ελληνικής βιομηχανίας, εξαϋλώθηκε. Πλέον μένουν τα κουφάρια των κάποτε περήφανων εργοστασίων, να μας θυμίζουν το ένδοξο παρελθόν της. Το γιατί αποτύχαμε επιδέχεται πολλές απαντήσεις. Ισως το άλμα ήταν πολύ μεγάλο για τις δυνατότητές μας, ίσως η προσπάθεια υπήρξε απελπιστικά ανεπαρκής. Αναμφίβολα, η πολιτική αλλαγή του 1981 επιτάχυνε τη διαδικασία βιομηχανικής παρακμής.

Παρά τη βιομηχανική καταστροφή, η οικονομία δεν έμεινε στάσιμη. Τη θέση της βιομηχανίας κατέλαβαν οι υπηρεσίες. Ομως η διάγνωση του Παναγόπουλου ήταν διεισδυτική και οξυδερκής. Σήμερα αφορά τις υπηρεσίες. Αν δεν αποκτήσουμε μια διεθνώς αναγνωρίσιμη ταυτότητα, είμαστε καταδικασμένοι στην εξαφάνιση. Αξίζει επομένως να παραθέσω την κατάληξη της εισήγησής του, γιατί είναι τόσο δραματικά επίκαιρη: «Εκείνο που πρέπει έντονα να υπογραμμιστεί είναι η ανάγκη για κίνηση. Πρέπει να καταλάβουμε όλοι καλά πως ο τρόπος που βαδίσαμε μέχρι σήμερα δεν μας πάει στο αύριο. Οι συνθήκες μεταβάλλονται ραγδαία και ριζικά. Αν ο κλάδος μας δεν έχει τη φαντασία και την τόλμη να συλλάβει τα νέα μηνύματα, τότε δεν πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα αισιόδοξοι για το αύριο. Πρέπει να γίνει επανάσταση στη σκέψη των πρωτεργατών του κλάδου. Μόνο με μια μεγάλη αλλαγή στον τρόπο σκέψης και δράσης θα μπορέσουμε να πάμε καβάλα στους καιρούς. Αλλιώς θα μας σύρουν, θα μας κομματιάσουν οι εξελίξεις».
 
* Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης, κάτοχος της έδρας Gladstone στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή