Οι Ελλάδες που κοιτούν το ’21

Οι Ελλάδες που κοιτούν το ’21

3' 21" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στα μαθητικά μου χρόνια, η 25η Μαρτίου δεν ήταν παρά μια ακόμη επέτειος από αυτές που άξιζαν γιατί δεν είχαμε σχολείο. Σε αντάλλαγμα έπρεπε να ακούσουμε όρθιοι στο προαύλιο τον βαρετό λόγο του γυμνασιάρχη για το ’21 ενώ εμείς πλήτταμε, κρυφογελάγαμε και χασμουριόμασταν ασταμάτητα.
Κάπως έτσι, χάρη και στα σχολικά κηρύγματα, πολλοί νέοι της γενιάς μου γίναμε αριστεροί. Αργότερα, όταν ήρθαν οι σοσιαλιστές στα πράγματα κι η επέτειος του Πολυτεχνείου έγινε μια αργία σαν τις άλλες, ενώ οι ανέμπνευστες σχολικές γιορτές συνεχίζονταν βρέξει-χιονίσει, οι νέοι έτρεχαν στη ΔΑΠ ανταλλάσσοντας τα αντάρτικα και τα φεστιβάλ με τα πάρτι στη Μύκονο. Τέλος πάντων, το θέμα μας δεν είναι αυτό.

Καθώς μεγάλωνα ανακάλυπτα μια άλλη διάσταση του ’21. Αυτήν της σχέσης που είχαν μαζί του οι παλιοελλαδίτες. Δεξιοί ή αριστεροί, οι παλιοελλαδίτες γνωστοί μου έδειχναν ξεκάθαρα πως κουβαλούσαν ένα φορτίο γεμάτο παραδόσεις, συλλογικές αναπαραστάσεις και συναισθήματα. Μιλούσες μαζί τους και αισθανόσουν πως το ’21 ήταν κομμάτι της οικογενειακής και συλλογικής τους ταυτότητας. Με έναν τρόπο, που μερικές φορές ζήλευα, μπορούσαν να συνδέουν το παρόν τους με το συγκεκριμένο παρελθόν. Ανεξάρτητα αν ήταν με το επίσημο αφήγημα ή με αιρετικό, η αίσθηση που μου μετέδιδαν πως μιλούσαν για κάτι οικείο γι’ αυτούς ήταν πραγματικά ιδιαίτερη.

Ο σπουδαίος ιστορικός Ερικ Χομπσμπάουμ θα αντέτεινε πιθανώς πως σε σημαντικό βαθμό αυτές οι αφηγήσεις παραδόσεων και κληρονομημένων συναισθημάτων δεν ήταν παρά εκ των υστέρων επινοήσεις και κατασκευές. Και πιθανότατα σε μεγάλο βαθμό θα είχε δίκιο. Ομως, οι παλιοελλαδίτες φίλοι μου δεν προσποιούνταν, ούτε όλες οι ιστορίες τους ήταν προϊόντα μιας συλλογικής μυθοπλασίας. Και, το σημαντικότερο, όση «σάλτσα» κι αν είχαν οι αφηγήσεις τους, το συναίσθημά τους ήταν ειλικρινές.

Στα δικά μου μάτια εξέφραζαν την Ελλάδα που είχε νικήσει, την Ελλάδα που έλεγε πως «αυτή η χώρα είναι δικό μας δημιούργημα». Το αντιλαμβανόσουν χωρίς δεύτερη σκέψη πως ο Μοριάς γι’ αυτούς δεν ήταν απλώς μια ελληνική χερσόνησος, ήταν κάτι σχεδόν ιερό, ήταν η κοιτίδα της σύγχρονης Ελλάδας.

Στη Θεσσαλονίκη που γεννήθηκα, στο οικογενειακό μου περιβάλλον αλλά και των γύρω μου, οι ιστορίες για το ’21 απουσίαζαν. Πρωταγωνίστριες στις αφηγήσεις μας ήταν οι «χαμένες πατρίδες» του ’22. Λόγω των ιστοριών των μεγάλων, η Μικρά Ασία, η Ανατολική Θράκη και η Μαύρη Θάλασσα έγιναν το επίκεντρο των δικών μου παιδικών φαντασιώσεων: εμείς στην Πατρίδα… αυτό, εμείς στη δική μας Πατρίδα… το άλλο! Η Πατρίδα, δηλαδή η χαμένη Πατρίδα, ο χαμένος γενέθλιος τόπος, που με το πέρασμα των χρόνων ρομαντικοποιήθηκε και μυθοποιήθηκε. Α, ναι, ήταν κι η Πόλη, η Κωνσταντινούπολη. Η σταρ που επανεμφανιζόταν διαρκώς στις αφηγήσεις των ζωντανών με έναν τρόπο που έδειχνε πως ήθελαν να αναστήσουν τις γενιές των πεθαμένων που κουβάλαγαν στις μνήμες τους.

Η Ελλάδα μου ήταν η Ελλάδα της ήττας και του παρατεταμένου θρήνου – της μόνιμης «κλάψας», όπως κοροϊδεύει ένας φίλος που δεν τον αγγίζουν αυτά. Ηταν οι Ελληνες που υπήρξαν δυο φορές ξένοι, όπως το έγραψε ο δημοσιογράφος Bruce Clark στο βιβλίο του για την ανταλλαγή των πληθυσμών. Δυο φορές ξένοι, λοιπόν, μια εκεί ως Ρωμιοί και μια εδώ ως «τουρκόσποροι» πρόσφυγες.

Αυτή η ηττημένη Ελλάδα, που κουβαλήθηκε παρά τη θέλησή της, συνάντησε εδώ κι άλλους ταλαίπωρους της Ιστορίας: Εβραίους, μουσουλμάνους και Σλαβομακεδόνες. Αυτούς, από το 1912 κι έπειτα το ελληνικό κράτος αντιμετώπιζε –ή μήπως, ορθότερα, αντιμετωπίζει;– συστηματικά ως ξένα σώματα, δυνάμει εσωτερικούς εχθρούς, απειλή για την εθνική συνοχή. Η γνωριμία δεν ήταν πάντα ευτυχής. Τραύματα συνάντησαν άλλα τραύματα και φόβοι αθροίστηκαν πάνω σε άλλους φόβους.

Διακόσια χρόνια μετά το ’21, έναν αιώνα από την ενσωμάτωση των Νέων Χωρών και τη Μικρασιατική Καταστροφή, πολλά έχουν αλλάξει για νικητές και ηττημένους. Ο χρόνος έγιανε τραύματα. Αφησε κι άλλα ανοικτά. Να τα επουλώσει αργότερα; Ποιος ξέρει. Με τα χρόνια, πάντως, στα χωνευτήρια της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, οι Ελλάδες ανακατεύτηκαν τόσο που κι οι μνήμες αναμείχθηκαν και ξεθώριασαν.

Διακόσια χρόνια μετά, όλες οι Ελλάδες, και αυτές που έφτιαξαν αυτό το κράτος και εκείνες που το ελληνικό κράτος άργησε να αγαπήσει ή ποτέ του δεν αγάπησε, κοιτούν το ’21 με σεβασμό για το κατόρθωμά του και τις ιδέες που μεταλαμπάδευσε.
 
* Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή