Κυρίαρχη κυβέρνηση, καχεκτική αντιπολίτευση

Κυρίαρχη κυβέρνηση, καχεκτική αντιπολίτευση

4' 55" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, η Ελλάδα δοκίμασε μια παρατεταμένη περίοδο κυβερνητικής αστάθειας και πολιτικής σήψης. Οι ήδη γηραλέοι πολιτικοί της εποχής δεν ήταν σε θέση να αντιληφθούν πόσο δραματικά είχε αλλάξει η Ιστορία, ούτε να φανταστούν νέους ρόλους για τους εαυτούς τους και τα κόμματα που κάθε τόσο έφτιαχναν και μετά χαλούσαν. Η κατάσταση άλλαξε από το 1951, όταν ο Αλέξανδρος Παπάγος συγκρότησε τον Ελληνικό Συναγερμό, ένα δεξιό κόμμα, στο οποίο όμως πολύ σύντομα προσχώρησαν αθρόα φιλελεύθεροι πολιτευτές του Κέντρου. Το 1952, ο Συναγερμός κατόρθωσε να επεκτείνει την επιρροή του ανάμεσα στις ανερχόμενες μικρομεσαίες τάξεις και να κερδίσει τις εκλογές προσεγγίζοντας την απόλυτη πλειοψηφία. Ετσι ξεκίνησε μια περίοδος ένδεκα χρόνων, κατά την οποία η δεξιά παράταξη θα κυβερνούσε τη χώρα με αυτοδυναμία, πρώτα υπό την πρωθυπουργία Παπάγου και κατόπιν του Κωνσταντίνου Καραμανλή, ο οποίος μετονόμασε τον Συναγερμό σε Εθνική Ριζοσπαστική Ενωση. Εκείνα τα χρόνια η Ελλάδα αποτέλεσε σημαντικό πιόνι στη διεθνή σκακιέρα του Ψυχρού Πολέμου, ενώ η δημοκρατία της παρέμεινε ατελής. Ωστόσο, η χώρα πέτυχε παγκόσμια εντυπωσιακούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης και ταχύ κοινωνικό εκσυγχρονισμό. Η Ελλάδα ξέφευγε οριστικά από τη φτώχεια και άρχιζε να βλέπει μπροστά με αισιοδοξία.

Το ενδιαφέρον είναι ότι, σε όλη εκείνη την περίοδο, η λεγόμενη «εθνική» αντιπολίτευση παρέμεινε ισχνή. Ακόμη και μετά την έκπληξη της ΕΔΑ, η οποία από τις εκλογές του 1958 αποτέλεσε τον αντίπαλο ιδεολογικό πόλο προς την κυβέρνηση, τα κόμματα του Κέντρου δεν μπόρεσαν να συμπράξουν στη βάση ενός πολιτικού προγράμματος που να είναι περισσότερο ελκυστικό για τους ψηφοφόρους από εκείνο της δεξιάς παράταξης. Οπως οι τότε κυβερνήσεις, έτσι και αυτά παρέμειναν εξαρτημένα από εξωκοινοβουλευτικές δυνάμεις και δέσμια του πελατειακού κράτους. Κι έτσι δεν μπόρεσαν να παρουσιάσουν ένα δικό τους ρεαλιστικό πρόγραμμα για την οικονομία και τη διαχείριση της κοινωνίας, ενώ επίσης έπασχαν από έλλειμμα ηγεσίας και ενδοπαραταξιακής συνοχής. Η δεξιά ηγεμονία τερματίστηκε το 1963, εξαιτίας της κρίσης δημοκρατικής νομιμοποίησης που προκάλεσε το αποτέλεσμα των προηγούμενων εκλογών και η τυχοδιωκτική (σήμερα θα τη λέγαμε «λαϊκιστική») τακτική της ιδεολογικής πόλωσης την οποία επιτάχυνε η τότε αντιπολίτευση.

Τα περίφημα «ένδεκα χρόνια Δεξιάς» αποτελούν ασφαλώς μεγάλο –και αρκετά αμφιλεγόμενο– κεφάλαιο της Ιστορίας μας. Αλλά, αν δούμε το πράγμα συνολικά, μπορούμε να το συνοψίσουμε ως εξής: Επειτα από μακρά περίοδο εθνικής κρίσης, ικανοί κομματικοί ηγέτες κατόρθωσαν να εκσυγχρονίσουν μια παλαιά πολιτική παράταξη, η οποία στη συνέχεια κυβέρνησε τη χώρα για μακρό διάστημα χωρίς να απειληθεί πολιτικά από την αντιπολίτευση, η οποία παρέμεινε θρυμματισμένη και καχεκτική. Ολα δε αυτά συνέβησαν μέσα στο ατελές δημοκρατικό πλαίσιο και στις πελατειακές σχέσεις εκείνης της εποχής, σε συνθήκες εθνικής κηδεμόνευσης από το εξωτερικό και έντονης ιδεολογικής πόλωσης στο εσωτερικό. Αυτοί, εντέλει, αποτέλεσαν τους παράγοντες που επέφεραν το τέλος της μεταπολεμικής Δεξιάς και όχι οι ανώτερες προγραμματικές και πολιτικές θέσεις της τότε αντιπολίτευσης.

Επτά δεκαετίες αργότερα, μήπως είμαστε θεατές στο ίδιο έργο που παίχτηκε στα χρόνια του ’50; Πράγματι, το σημερινό σενάριο ξεκινάει με παρόμοιο τρόπο όπως και τότε. Η Ελλάδα, πρώτα πρώτα, αφήνει πίσω της μια ολόκληρη δεκαετία χρηματοοικονομικών και πολιτικών κρίσεων, ενώ η αντιμετώπιση της πανδημίας έδειξε ότι η χώρα μπορεί να ανταποκριθεί ικανοποιητικά σε νέες κρίσεις. Επειτα από δύο χρόνια στην εξουσία, η κυβέρνηση συνεχίζει να απολαμβάνει υψηλούς βαθμούς κοινωνικής εμπιστοσύνης και μάλλον θα τους διατηρήσει. Κινείται με πλεονέκτημα σε κεντρικά πεδία εσωτερικής πολιτικής, όπως είναι η συνολική αναδιοργάνωση του κράτους, καθώς και μεταρρυθμίσεις σε κρίσιμους τομείς πολιτικής που σχετίζονται με την πράσινη οικονομία και ανάπτυξη, τις νέες τεχνολογίες, το κοινωνικό κράτος και τη μεταναστευτική πολιτική. Επιπλέον, η εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης δείχνει μια νέα, ενδιαφέρουσα εξωστρέφεια. Στόχος είναι αφενός μεν η ενεργή παρουσία της Ελλάδας στα ευρωπαϊκά και διεθνή τραπέζια όπου λαμβάνονται σημαντικές αποφάσεις και, αφετέρου, η δημιουργία ενός νέου brand για τη χώρα.

Το έργο του ’50 δείχνει να επαναλαμβάνεται και σε σχέση με την αντιπολίτευση. Αυτή, όπως έχω γράψει και άλλες φορές σε τούτη τη στήλη, παραμένει καθηλωμένη στο παρελθόν, εσωτερικά διχασμένη, ιδεολογικά ανερμάτιστη, προγραμματικά άτολμη, δίχως νέες ιδέες, ικανούς ηγέτες και πολιτικό προσωπικό. Ο μεν Συνασπισμός της Ριζοσπαστικής Αριστεράς απλώς επικαλείται την αριστεροσύνη του (που, έτσι κι αλλιώς, αφήνει την κοινωνία αδιάφορη) χωρίς όμως να είναι είτε ριζοσπαστικός είτε πειστικά συνασπισμένος κάτω από ένα πολιτικό πρόγραμμα και μια στρατηγική επανόδου στην εξουσία. Το δε Κίνημα Αλλαγής αποτυγχάνει να αποτελέσει πραγματικό πολιτικό κίνημα ή να δημιουργήσει την αίσθηση του φορέα νέων αλλαγών. Αναπολώντας στα κρυφά τις μνήμες του παρελθόντος (πότε του πρώιμου λαϊκισμού, πότε του ύστερου μεταρρυθμισμού), το μόνο που καταφέρνει είναι να παραμένει καθηλωμένο σε μονοψήφια εκλογικά ποσοστά.

Αλλά οι ομοιότητες της σημερινής πολιτικής συγκυρίας με τη δεκαετία του ’50 σταματούν εδώ. Η Ελλάδα δεν είναι πια μια εξαρτημένη χώρα με ασθενή κοινοβουλευτισμό και ισχυρό πελατειακό κράτος, παγιδευμένη σε ιδεολογική πόλωση και με φτωχούς οικονομικούς πόρους. Αντιθέτως, η χώρα διαθέτει ικανή κοινοβουλευτική παράδοση ενώ είναι πλήρες, ισότιμο και πλέον δραστήριο μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η ολοκλήρωση του ψηφιακού κράτους αποτελεί το μεγαλύτερο βήμα στη νεότερη ιστορία της για την καταπολέμηση της αναποτελεσματικότητας, της διαφθοράς και των πελατειακών σχέσεων στο Δημόσιο. Με την απίσχνανση των ιδεολογικών διαφορών ανάμεσα σε Δεξιά και Αριστερά, η έμφαση πια βρίσκεται σε στοχευμένες μεταρρυθμίσεις, στο κόμμα που θα έχει την κυριότητά τους και την ικανότητα να τις υλοποιήσει. Τέλος, εξαιτίας μάλιστα της πανδημίας, η Ελλάδα έχει να λαμβάνει σημαντικούς πόρους για ανάπτυξη σε πολλούς νευραλγικούς τομείς.

Τι συμπέρασμα βγαίνει απ’ όλα αυτά; Οπως τη δεκαετία του ’50, το παρόν κομματικό σύστημα (δυστυχώς, κατά τη γνώμη του γράφοντος) χαρακτηρίζεται από την κυριαρχία του κυβερνητικού κόμματος και την αδυναμία της αντιπολίτευσης να το απειλήσει. Αυτή, επιπλέον, δεν έχει στη διάθεσή της κανένα από τα όπλα που διέθεταν τα αντιπολιτευόμενα κόμματα της παλιάς εκείνης εποχής, δηλαδή την ιδεολογική πόλωση και τις υποσχέσεις για ακόμη μεγαλύτερο κράτος και περισσότερες πελατειακές διευκολύνσεις. Για τη σημερινή αντιπολίτευση, λοιπόν, η εκπόνηση ενός συνολικού ρεαλιστικού προγράμματος, που θα είναι ακόμη καλύτερο από το κυβερνητικό, αποτελεί μονόδρομο. Μια τέτοια αντιπολίτευση θα ήταν ευτύχημα για τη χώρα.
 
* Ο κ. Τάκης Σ. Παππάς είναι πολιτικός επιστήμονας στο Πανεπιστήμιο του Ελσίνκι. Διατηρεί το ιστολόγιο www.pappaspopulism.com.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή