Επί ενάμιση χρόνο η ανθρωπότητα δοκιμάζεται. Μετράει τους νεκρούς της –τέσσερα εκατομμύρια παγκοσμίως, μια Αθήνα– και κρούσματα: διακόσια εκατομμύρια· αρκετοί από όσους νόσησαν βαριά, σημαδεύτηκαν διά βίου, σωματικά και ψυχικά. Μετράει δικαιώματα που φαλκιδεύτηκαν και ελευθερίες που αναιρέθηκαν, όχι μόνο λόγω της δεινής ανάγκης αλλά και επειδή σε πολλές χώρες η εξουσία ερμήνευσε την ανάγκη σαν χυδαία ευκαιρία.
Μετράει μυριάδες νέους άνεργους, εκτεθειμένους στις διαθέσεις της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, που η κυβέρνησή μας τη θεωρεί ενάρετη, πρόθυμη να διακονήσει το συμφέρον των εργαζομένων με ρεπό κτλ.· ίσως επειδή κορυφαία στελέχη της μπήκαν στη δουλειά σε συνθήκες θερμοκηπίου απολύτως προστατευτικού, σε πόστα εξασφαλισμένα, αδρώς αμειβόμενα και επί της ουσίας ανεύθυνα. Αλλά ας μην είμαστε άδικοι. Το γνώρισμα αυτό δεν λείπει από καμία κυβέρνηση. Συνήθως τα προβλήματα των «απλών» ανθρώπων καλούνται να τα λύσουν άνθρωποι που ουδέποτε υπήρξαν «απλοί» και ουδέποτε τους προβλημάτισε κάτι στα σοβαρά.
Μετράει τα κύματα της πανδημίας η ανθρωπότητα, πρώτο – δεύτερο – τρίτο. Και τρέμει στη σκέψη ότι το τέταρτο ίσως είναι το δεινότερο, εξαιτίας των γνωρισμάτων της μετάλλαξης Δ. Μας προειδοποιούν οι λοιμωξιολόγοι αλλά τους ακούμε όλο και λιγότεροι, όλο και λιγότερο προσεχτικά. Συνηθίσαμε το πικρό μέτρημα, τον κίνδυνο, τις απώλειες; Μειώθηκε από την επανάληψη η ισχύς του μηνύματος των ειδημόνων; Μας αποπροσανατολίζει η διχογνωμία τους σε πολλά κρίσιμα ζητήματα, από τη χρήση της μάσκας έως τις ηλικιακές ομάδες για τις οποίες ενδείκνυται το τάδε εμβόλιο;
Τους τσουβαλιάσαμε όλους, κατά τη συνήθειά μας, σαν υποτακτικούς των πολιτικών, επειδή είδαμε κάποιους ελάχιστους, στην Ελλάδα και αλλού, να συμμορφώνονται δίχως αντίσταση σε υποδείξεις επιστημονικά αναλφάβητων πλην εξουσιαζόντων, εξοπλισμένων με τη ρομφαία της Αυθεντίας και κυκλωμένων από τα μιντιακά εξαπτέρυγα της κολακείας; Ολα αυτά πάντως, αλλά και η βαριά μελαγχολία που προκάλεσε ο πολύμηνος εγκλεισμός, μας εξωθούν να πιστέψουμε ότι βγήκαμε πια σε ασφαλή νερά και μπορούμε να κολυμπήσουμε ακίνδυνα.
Η πανδημία έδειξε και δίδαξε πολλά, δυσάρεστα όλα. Μας θύμισε πρώτα πρώτα ότι ο άνθρωπος, παρά τις ψευδαισθήσεις του, δεν είναι παντοδύναμος. Τα όπλα που κατασκεύασε η επιστήμη μάς έχουν οδηγήσει σε πολύ καλύτερη θέση από τη θέση στην οποία βρίσκονταν οι παππούδες και οι προπαππούδες μας όταν αντιμετώπιζαν την ισπανική γρίππη ή την πανούκλα, παραμένουμε όμως τρωτοί. Και αδιόρατες να είναι οι τρυπούλες πάνω στην ασπίδα μας, οι ιοί, μάλλον οι παλαιότεροι κάτοικοι του πλανήτη, μπορούν να τρυπώσουν, να μας αιφνιδιάσουν, να μας αφοπλίσουν. Αντιδρούμε ταχύτερα απ’ ό,τι σε άλλες εποχές, καμιά αντίρρηση. Και πάλι όμως θα χρειαστεί να πονέσουμε πολύ και να καταβάλουμε μεγάλο κόστος ώσπου να ξανανασάνουμε ελεύθεροι. Ενάμιση χρόνο τώρα ζούμε σε καθεστώς υγειονομικής ανελευθερίας, η οποία σε πολλές χώρες μετατράπηκε και σε μερική έστω πολιτική ανελευθερία. Τίποτε δεν εγγυάται πως όταν πατήσουμε επιτέλους στο τερπνό «μετά» θα μας επιστραφούν τα απολεσθέντα εύκολα και απλά, αυτονόητα. Το αντίθετο είναι πολύ πιο πιθανό. Κανένας σφιχτοχέρης δεν θα σου προσφέρει το παραμικρό, αν δεν το απαιτήσεις, και κατά προτίμηση όχι μόνος αλλά από κοινού με τους κοινωνικά ομοίους σου.
Το δεύτερο που μας έδειξε η πανδημία είναι πως ο ανθρωπογενής κλονισμός της φύσης, η διατάραξη της ισορροπίας της, ζητάει την πληρωμή του, κι είναι βαριά. Το ζευγάρι Υβρις – Τίσις δεν είναι αχώριστο μονάχα στις αρχαιοελληνικές τραγωδίες, στα εδάφη της λογοτεχνίας και της φιλοσοφίας, αλλά και στον πραγματικό βίο. Δεν αυθαιρετούσε άλλωστε ο στοχασμός των τραγωδών. Την αυθεντική ζωή των θνητών μελετούσε ο λόγος τους.
Για την προέλευση του κορωνοϊού δεν είμαστε βέβαιοι ακόμα. Τα σενάρια, μισό επιστημονικά – μισό πολιτικά, συσκοτίζουν παρά διαφωτίζουν. Βέβαιο είναι ωστόσο, και σε αυτό επιμένουν οι ειδικοί, εν προκειμένω περιβαλλοντολόγοι και λοιμωξιολόγοι, ότι η εισβολή του χωροκατακτητικού ανθρώπινου είδους στις ελάχιστες περιοχές που έχουν απομείνει παρθένες, ανατρέπει ισορροπίες χιλιετιών. Αν οι αλεπούδες, τα κογιότ, τα καγκουρό ή τα αγριογούρουνα (τα βλέπουμε και στην Ελλάδα έτοιμα να ανακαλύψουν την αστική ζωή) γίνονται κι αυτά εισβολείς, ανταπαντώντας στην εισβολή των ανθρώπων στη δική τους ζώνη, γιατί να μη μεταναστεύσουν και οι ιοί, παρασιτώντας στο σώμα κάποιου από τα πολλά τετράποδα ή φτερωτά πλάσματα που αναγκάζονται να γίνουν οικολογικοί πρόσφυγες;
Θέλουν κι αυτοί να ζήσουν, κι ας μας φαίνεται περίεργο. Προορισμός τους είναι η ίδια η γυμνή ζωή, η επιβίωση του είδους τους. Και μάλιστα των ποιοτικότερων μελών του, δηλαδή των πλέον επικίνδυνων για τη δική μας υγεία. Οι μεταλλάξεις δεν είναι παρά τα πειστήρια της ευφυΐας των ιών. Οσοι παραμένουν ανεμβολίαστοι, όποιο κι αν είναι το πρόσχημα ή το επιχείρημά τους, προσφέρουν στον ιό ένα τεράστιο εργαστήριο για να πειραματιστεί και να πετύχει –εις βάρος μας– την επιθετικότερη μετάλλαξη.
Ανεμβολίαστοι, όχι όμως επειδή το επιθυμούν αλλά επειδή η πατρίδα τους διαθέτει ελάχιστα εμβόλια, παραμένουν πολύ μεγάλοι πληθυσμοί στην Αφρική, την Ασία, τη Λατινική Αμερική. Ο Παγκόσμος Οργανισμός Υγείας κουράστηκε να λέει και να ξαναλέει το αυτονόητο σε ώτα μη ακουόντων. Οτι δεν γίνεται να θωρακιστεί ο πλανήτης μας αν τεράστιες εκτάσεις του παραμείνουν στη δικαιοδοσία και στις ορέξεις του κόβιντ. Το τρίτο που μάθαμε όμως από την πανδημία, που ξαναμάθαμε καλύτερα, είναι ότι ο κόσμος μας εξακολουθεί να πορεύεται βαθιά χωρισμένος σε πλούσιους και φτωχούς, ισχυρούς και αδύναμους, κυρίαρχους και αναλώσιμους.
Ο,τι συμβαίνει στο εσωτερικό κάθε χώρας, όπου η αξία της ζωής κάθε ανθρώπου είναι αντιστρόφως ανάλογη της απόστασής του από τα κέντρα της εξουσίας, της κάθε είδους εξουσίας, συμβαίνει και στη μεγάλη κλίμακα, την οικουμενική. Οσοι πίστευαν ότι τα σύνορα και τα τελωνεία διατηρούν τη σημασία και την ισχύ τους και επί πανδημιών, φαντάζονταν πως η μετάλλαξη Δ θα περιοριστεί στην Ινδία, ή τέλος πάντων θα φτάσει αποδυναμωμένη στην Αμερική και στην Ευρώπη. Τώρα διαπιστώνουν πανικόβλητοι ότι η Γη είναι στρογγυλή, οι δε ιοί προσφυγεύουν μεν για να επιβιώσουν, δεν εγκλωβίζονται όμως σε ψευδεπίγραφα Κέντρα Υποδοχής ούτε και επαναπροωθούνται. Ενσωματώνονται πανεύκολα σε κάθε προορισμό, με το ρήμα «ενσωματώνομαι» να αποκτά εδώ μια φρικαλέα κυριολεξία.
Το τέταρτο λοιπόν που μας έμαθε η πανδημία είναι ότι δεν μαθαίνουμε από τα παθήματά μας. Πιστεύουμε πως ο χώρος που μας δόθηκε να κατοικήσουμε είναι ανεξάντλητος σε πόρους, ο δε χρόνος που διαθέτουμε για ν’ αλλάξουμε μυαλά δεν έχει όριο. Το λάθος μας το πληρώνουμε ήδη. Αλλά πολύ πιο βαριά θα το πληρώσουν οι μελλούμενες γενιές.