Ακόμη και όσοι τον μισούν, δεν μπορούν παρά να παραδεχθούν ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν ευφυέστατος άνθρωπος. Αυτό δεν φαίνεται μόνο από τις ακαδημαϊκές του περγαμηνές ή τις πολιτικές του επιτυχίες. Μπορεί να ανιχνευτεί στις λέξεις που καθιέρωσε στον ελληνικό πολιτικό διάλογο, με πρώτη «το κατεστημένο». Δεν είναι απλώς μια εύηχη λέξη, που φανερώνει την καλή γνώση της ελληνικής γλώσσας. Είναι η σύνοψη μιας ολόκληρης θεωρίας, η οποία σφράγισε την αντιπολίτευση που έκανε, θεμελίωσε τις επόμενες πολιτικές του. Η ύπαρξη μόνο αυτής της λέξης μετακίνησε τον άξονα της πολιτικής αντιπαράθεσης. Δεν ήταν μόνο Δεξιά εναντίον Αριστεράς, ούτε δημοκρατικοί κατά βασιλοφρόνων, ούτε αστοί και προλετάριοι. Υπήρχε, πλέον ένα ασαφές μεν, αλλά «κατεστημένο», που κάποιοι έπρεπε να αντιπαλέψουν.
Οι νέες λέξεις που εισήγαγαν πολιτικοί όπως ο Ανδρ. Παπανδρέου, ή ο Κων. Μητσοτάκης όπως π.χ. με τη «διαπλοκή», δεν εξυπηρετούσαν απλώς το πολιτικό τους συμφέρον. Διαμόρφωσαν –έστω στα μέτρα τους– την πολιτική αντιπαράθεση. Την εμπλούτισαν, την επέκτειναν. Παραφράζοντας τον Βιτγκενστάιν, θα λέγαμε ότι τα όρια της γλώσσας των πολιτικών είναι και τα όρια του κόσμου τους, αλλά επειδή έχουν βαρύνουσα θέση στην κοινωνία γίνονται και τα όρια του κόσμου όλων μας.
Τα τελευταία χρόνια, ο κόσμος μας συρρικνώνεται στα όρια του παρελθόντος. Νέες πολύπλοκες καταστάσεις απλοποιούνται μέχρι στρέβλωσής των, επειδή περιγράφονται με όρους του παρελθόντος. Δεν αναφερόμαστε μόνο στο «4ο Ράιχ», στους «γερμανοτσολιάδες» και στους (τρομάρα μας!) Βελουχιώτηδες του μνημονίου. Συζητάμε στα σοβαρά εάν η κυβέρνηση, που τίναξε το δημόσιο ταμείο στον αέρα για να στηρίξει την οικονομία λόγω πανδημίας, είναι «νεοφιλελεύθερη», εάν το ασφαλιστικό νομοσχέδιο είναι του «Πινοσέτ», εάν η διευθέτηση του οκταώρου είναι «εργασιακός μεσαίωνας», εάν τα μέτρα για την προστασία της δημόσιας υγείας από τους ανεμβολίαστους συνιστούν αναβίωση των εθνικών διχασμών του παρελθόντος. Το θέμα μας εν προκειμένω δεν είναι η ποιότητα της αντιπολίτευσης, ή του αντιπολιτευτικού λόγου γενικώς. Στο κάτω κάτω της γραφής, πολλά μπορεί να προσάψει κάποιος στον ΣΥΡΙΖΑ για τις παρεμβάσεις του σε σχέση με την πανδημία, αλλά δεν έφτασε στα όρια της ισπανικής Δεξιάς που αρνείτο ρητώς και κατηγορηματικώς τα μέτρα. Το θέμα είναι ότι η διαρκής προσφυγή στο παρελθόν αποτρέπει τη συζήτηση για το τι πρέπει να γίνει στο μέλλον. Λείπουν οι νέες λέξεις, οι καινούργιες έννοιες που θα περιγράψουν επαρκώς την κατάσταση που ζούμε, ώστε να προκύψουν και τα πολιτικά προτάγματα που πρέπει να αντιπαλέψουμε.
Για παράδειγμα, την περίοδο του μνημονίου υπήρχε χώρος για συζήτηση και αντιπαράθεση, και αφορούσε την κατανομή των βαρών της ελληνικής χρεοκοπίας. Αυτή η συζήτηση δεν έγινε ποτέ επειδή σκιάστηκε από το σόφισμα της «νέας κατοχής», που λογικώς ως «κατοχή» έπρεπε να αντιπαλέψουμε καθ’ ολοκληρίαν, αρνούμενοι το γεγονός της χρεοκοπίας. Αυτό το άλμα στο παρελθόν το πληρώσαμε και με χρονική επέκταση της κρίσης, αλλά και στην κατανομή των βαρών. Ετσι θα πληρώσουμε και τώρα την ανάσυρση του «διχασμού» από το χρονοντούλαπο των εννοιών. Αν μη τι άλλο, δίνει και κοινωνική πολιτική υπόσταση και στους «ψεκασμένους», τους κάνει να πιστεύουν ότι κρατούν από ιστορική γενιά…