Η μυθιστορηματική ζωή του «Νγκουέν Βαν Λαπ» από την Τούμπα

Η μυθιστορηματική ζωή του «Νγκουέν Βαν Λαπ» από την Τούμπα

4' 53" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Με το που τακτοποιηθήκαμε στις θέσεις μας στο Airbus που μετέφερε τον (τότε) Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κάρολο Παπούλια από την Αθήνα στο Ανόι (Οκτώβριος 2008), κάθισε δίπλα μου. «Ελληνας επιχειρηματίας;» τον ρώτησα εν αναμονή της απογείωσης, σε μια απευθείας πτήση, που (θα) διαρκούσε, όπως μας ανακοινώθηκε, δώδεκα ώρες. «Βιετναμέζος, Νγκουέν Βαν Λαπ», μου συστήθηκε χαμογελώντας και μου έδωσε το χέρι. Νόμισα ότι με «δούλευε» και δεν συνέχισα. Δεν έμοιαζε στη φάτσα διόλου με Ασιάτη και μιλούσε άπταιστα ελληνικά, με ελαφρώς ποντιακή προφορά.

Οταν πήρε ύψος το αεροπλάνο και μπήκε στην ευθεία και το λαμπάκι «προσδεθείτε» έσβησε, άρχισε να μου αφηγείται την ιστορία του. Είχα ακούσει ότι κάποιος Ελληνας πολέμησε αντάρτης στο Βιετνάμ, αλλά τίποτα περισσότερο. Τον είχα, λοιπόν, δίπλα μου.  Κώστας Σαραντίδης, ετών ογδόντα «κάτι» (τότε). 

Συνόδευε τον Κάρολο Παπούλια, σε ένα επίσημο ταξίδι στη χώρα του Χο Τσι Μινχ, κουβαλώντας στη μνήμη του μια συναρπαστική διαδρομή και στις αποσκευές του μια αρμαθιά παράσημα και μετάλλια με σφυροδρέπανα και αστέρια κερδισμένα στα πεδία των μαχών, αλλά και στη «σοσιαλιστική οικοδόμηση». Είχα μπροστά μου ένα «μύθο» – γιατί για τις γενιές των δεκαετιών του ’60 και του ’70, ανά τον πλανήτη, οι Βιετκόνγκ ήταν κάτι σαν μυθικοί ήρωες, οι πολεμιστές που «συνέτριψαν την αποικιοκρατία» και «πέταξαν» τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό από την Ινδοκίνα. Ασχέτως εάν σε μερικές ώρες θα πατούσαμε το πόδι μας σε μια χώρα ποτισμένη με το αίμα εκατομμυρίων Βιετκόνγκ, για την οποία πολέμησε ο Κώστας Σαραντίδης και που τώρα βίωνε έναν άγριο κρατικό καπιταλισμό. Ο Νγκουέν Βαν Λαπ, γεννημένος το 1924 στην Κάτω Τούμπα της Θεσσαλονίκης, βρέθηκε, όπως μου αφηγήθηκε, πολεμιστής στις ζούγκλες της γαλλικής Ινδοκίνας εναντίον των Γάλλων αποικιοκρατών, μέσω της γαλλικής Λεγεώνας των Ξένων. Τον έπιασαν στη Θεσσαλονίκη οι Γερμανοί στην Κατοχή και κατά τη μεταφορά του σε κάποιο στρατόπεδο συγκέντρωσης, απέδρασε στη Βιέννη, όπου μεταμφιεσμένος σε Γερμανό στρατιώτη κατάφερε να ξεγελάσει τις Αρχές και με την απελευθέρωση έφυγε στη Γαλλία, μην μπορώντας να επιστρέψει στην Ελλάδα. Εκεί, μαζί με κάποιον άλλον Ελληνα κατετάγησαν στη Λεγεώνα των Ξένων, μέσα από τις τάξεις της οποίας βρέθηκε, στις αρχές της δεκαετίας του ’50, στην Ινδοκίνα (όπως ονομαζόταν τότε το σημερινό Βιετνάμ) προς ενίσχυση του γαλλικού εκστρατευτικού σώματος στον πόλεμο εναντίον των ανταρτών και του Λαϊκού Στρατού του Χο Τσι Μινχ και πέρασε στο πλευρό των Βιετναμέζων. «Δεν ήξερα τι γινόταν εκεί, απλώς μας είχαν πει ότι θα συμμετάσχουμε σε επιχειρήσεις εκκαθάρισης της Ινδοκίνας από τους Γιαπωνέζους. Δεν χρειάστηκε καιρός για να αντιληφθώ ότι δεν πολεμούσαμε τους Γιαπωνέζους, αλλά τους ντόπιους που αγωνίζονταν για την ελευθερία τους», μου είπε.

Ετσι, μια νύχτα δραπέτευσε και με τον οπλισμό του χάθηκε στη ζούγκλα, όπου περιπλανήθηκε επί αρκετές μέρες μέχρις ότου συναντήσει τους Βιετμίνχ, προδρόμους των Βιετκόνγκ, αντάρτες. 

Επί πέντε χρόνια πήρε μέρος σε σκληρές μάχες, κάποιες φορές γλίτωσε με τραύματα, και όταν οι Γάλλοι εγκατέλειψαν την περιοχή και ο Χο Τσι Μινχ κήρυξε (1954) τη Λ.Δ. του Βιετνάμ στον Βορρά, αφιερώθηκε στο χτίσιμο μιας νέας, σοσιαλιστικής, κοινωνίας όπως την ευαγγελιζόταν ο ηγέτης του και ενίσχυαν η Σοβιετική Ενωση και η Κίνα. Οσο ο πόλεμος των Βιετκόνγκ στον Νότο μαινόταν, εργαζόταν «δραστήρια στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού» στον Βορρά, παντρεύτηκε Βιετναμέζα και το 1965 επέστρεψε παρασημοφορημένος στην Ελλάδα, αλλά κράτησε ισχυρούς δεσμούς με το ενωμένο πλέον και υπό «σοσιαλιστικό» ουρανό πλέον Βιετνάμ.

Με το που προσγειωθήκαμε στο Ανόι, ο Σαραντίδης έγινε, μετά τον Παπούλια, το πρόσωπο της επίσκεψης. Με τα μετάλλια στο πέτο του ριγέ κοστουμιού του και ύφος αγέρωχο, τον ασπάζονταν απλοί άνθρωποι στους δρόμους και αξιωματούχοι στα κυβερνητικά μέγαρα, με πρώτο τον πρόεδρο Νγκουέν Τριέτ. Ηταν πασίγνωστος και οι τηλεοπτικές κάμερες τον κατέγραφαν σε κάθε του βήμα. Ο ίδιος, όταν τον ρώτησα για το τι έχει να πει για τον καπιταλιστικό δρόμο ανάπτυξης που βαδίζει η χώρα του Χο Τσι Μινχ και του Γκιαπ, μου απάντησε, αφοπλιστικά, πως «ο βιετναμέζικος λαός ξέρει καλύτερα απ’ όλους μας το σωστό και αυτό πράττει». Ρώτησα, τότε, τον Κάρολο Παπουλια, ενώπιον του οποίου έγινε η συζήτηση με τον Σαραντίδη, για το αν θα ήθελε να σχολιάσει τα όσα είδε, σε σχέση με αυτά που πίστευε και ήλπιζε όταν κι εκείνος, όπως εκατομμύρια άλλοι στην πλανήτη, διαδήλωνε υπέρ των Βιτεκόνγκ. «Ασ’ το καλύτερα…», ήταν η απάντησή του και έσπευσε να απομακρυνθεί από το «πηγαδάκι». Τι είχε απομείνει από το «σοσιαλιστικό οικοδόμημα» για το οποίο πολέμησε και εργάστηκε ο Κώστας Σαραντίδης; Ο ταριχευμένος στο μαυσωλείο του στο Ανόι Χο Τσι Μινχ και ο ο έτερος εθνικός θρύλος, ο αποκαλούμενος «Ναπολέων της Ινδοκίνας», στρατηγός Γκιαπ, που στα 98 του χρόνια τελούσε εν αδυναμία επικοινωνίας με το περιβάλλον και «μετρούσε» ημέρες (πέθανε μερικά χρόνια μετά), η ταμπέλα «Σοσιαλιστική Δημοκρατία», κάποιες κόκκινες σημαίες με το κίτρινο αστέρι (με τις οποίες οι Βιετκόνγκ μπήκαν στη Σαϊγκόν) που κρέμονταν ξεθωριασμένες στα κυβερνητικά μέγαρα και ένας τεράστιος ανδριάντας του Λένιν στο κέντρο του Ανόι.

Α, υπήρχε (και υπάρχει) και το Κ.Κ. Βιετνάμ, με 2.000.000 μέλη (ανάμεσά τους και ο Κώστας Σαραντίδης), επί πληθυσμού 85.000.000, το οποίο εγγυάται την άνευ κλυδωνισμών μετάβαση στον καπιταλισμό και τα συμφέροντα της νομενκλατούρας, παρά προωθεί τη σοσιαλιστική μετεξέλιξη της κοινωνίας και την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Οι Βιετναμέζοι έχουν ξεχάσει. Οι μνήμες από το Μάι Λάι, την Ντα Ναγκ και τις άλλες σφαγές έχουν ξεθωριάσει.

Οι νέοι δεν ξέρουν τίποτα, ενώ εδώ και πολλά χρόνια οι «εχθροί» επιστρέφουν ειρηνικά ως «πελάτες» και πρέπει να τύχουν της κατάλληλης περιποίησης. Οι στοές και τα λαγούμια των Βιετκόνγκ έγιναν τουριστική ατραξιόν για τους Αμερικανούς, που καταφθάνουν κατά χιλιάδες για «προσκύνημα», και το φοβερό θέμα των τριών εκατομμυρίων θυμάτων της διοξίνης με την οποία ψέκαζαν οι Αμερικανοί τα δάση και τις καλλιέργειες έχει περάσει στο περιθώριο. Ολα αυτά δεν φάνηκε να πτοούν τον «Ελληνα Βιετμίνχ».  

Αγνός και τίμιος ιδεολόγος, το πήγε έως το τέλος και έφυγε από τη ζωή «μισός Ελληνας και μισός Βιετναμέζος», όπως μου χαρακτήρισε τον εαυτό του. Την Τρίτη έγινε στη Ριτσώνα η καύση της σορού του. Στο Βιετνάμ, τον θρήνησαν ως ήρωά τους.  

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή