Για εμάς τους Νεοέλληνες ο όρος «Αγώνας» είναι ταυτισμένος βέβαια με την Επανάσταση του 1821. Το κεφαλαίο άλφα, και τα συμφραζόμενα φυσικά, αναβαθμίζουν και εξειδικεύουν την έννοια που έχει η λέξη στη συνηθισμένη χρήση του, της άμιλλας, της προσπάθειας ή ενός παιχνιδιού αθλητικού χαρακτήρα. Τα παιχνίδια αυτά τα αποκαλούμε και «αναμετρήσεις». Διασώζουμε έτσι το νόημα της σύγκρουσης, μιας αντιπαράθεσης που αναπαράγει την πολεμική σύρραξη σε ηπιότερη μορφή, με τελετουργικά σχήματα και κανόνες που περιορίζουν τη βία.
Από τη σημερινή αρματωσιά των αθλητών, ίσως το πιο κοντινό σε κάποιο τμήμα της πανοπλίας των αρχαίων είναι οι απαραίτητες περικνημίδες ή επικαλαμίδες. Καμωμένες από πλαστικό υλικό, προστατεύουν το ίδιο μέλος του σώματος που προστάτευαν οι κνημίδες των αρχαίων πολεμιστών, μεταλλικές εκείνες, από κασσίτερο ή ορείχαλκο. Για τη δουλειά στα χωράφια, όπως μαθαίνουμε από την «Οδύσσεια», οι κνημίδες ήταν «βόειαι», από δέρμα βοδιού.
Στα ομηρικά έπη και στα άλλα γραπτά κειμήλια της αρχαιότητας θα συναντήσουμε τη λέξη «αγών» και με άλλες σημασίες, όχι μόνο της ποικιλόμορφης άμιλλας (δραματικός αγώνας, ιππικός, γυμνικός, αγώνας ομορφιάς κτλ.). Κατ’ αρχάς η λέξη, παράγωγο του ρήματος «άγω», σημαίνει τη συνάθροιση ανθρώπων με σκοπό την παρακολούθηση των αγώνων, αλλά και τον ίδιο τον τόπο όπου γίνονται οι αγώνες. Σημαίνει βέβαια τις μάχες και τον πόλεμο, αλλά και τη δίκη· στα κατοπινά χρόνια δε, προσέλαβε και τη σημασία της ταλαιπωρίας. Το πλούσιο νόημα του «αγώνος» ώθησε τον Φρίντριχ Νίτσε στη σκέψη πως ο όρος έχει κομβική σημασία στον αρχαιοελληνικό κόσμο· είναι το κατεξοχήν στοιχείο της ταυτότητάς του.
Εγραφε λοιπόν ο Γερμανός φιλόσοφος το 1872, στον τελευταίο από τους «Πέντε προλόγους για πέντε άγραφα βιβλία», που αφορούσε τον «Αγώνα Ομήρου και Ησιόδου». Το τερπνό αρχαίο κείμενο, που ανήκει στο «Μουσείον» του Αλκιδάμα, σοφιστή του 4ου αιώνα π.Χ. από τη μικρασιατική Ελαία, οι ρίζες του πάντως φτάνουν στον 5ο αιώνα, περιγράφει τη μυθική ποιητική αναμέτρηση των δύο επικών στη Χαλκίδα. Αρχικός νικητής ο Ομηρος, με κριτήριο τις επευφημίες των θεατών-ακροατών, αλλά τελικός ο Ησίοδος, διά βασιλικής διαταγής: «Κάθε χάρισμα ν’ αναπτύσσσεται με τον αγώνα, να το πρόσταγμα της αρχαίας δημώδους παιδείας. […] Κάθε Ελληνας από παιδί λαχταρούσε διακαώς να συμμετάσχει στον αγώνα πόλης με πόλη, συμβάλλοντας στην ευημερία της δικιάς του» (Φρ. Νίτσε, «Αγών Ομήρου», πρόλογος – μετάφραση – σχόλια Βαγγέλης Δουβαλέρης, φιλολογική επιμέλεια – σχόλια Ηρκος Ρ. Αποστολίδης, Gutenberg, 2015).
Αν στη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων έπαυαν οι πόλεμοι, στη διάρκεια των πολέμων, έτσι όπως τους ιστόρησε η ποίηση, τελούνταν επιτάφιοι αγώνες, που έδιναν στους εμπολέμους τη δυνατότητα να αποδώσουν τις οφειλόμενες νεκρικές τιμές στους ήρωές τους, αλλά και να ανασυγκροτηθούν. Ηδη στην «Ιλιάδα» ο Ομηρος ιστόρησε τον αθλητικού τύπου ανταγωνισμό, απαθανατίζοντας τα «άθλα επί Πατρόκλω», στη ραψωδία Ψ· οι πιο σπουδαίοι ήρωες συναγωνίστηκαν στην αρματοδρομία, στην πυγμαχία, στον δρόμο ταχύτητας, στη δισκοβολία, με πολυτιμότερο έπαθλο τη μνημόνευσή τους από τον πατριάρχη της ποίησης.
Στον δρόμο του Ομήρου, οι επιγενόμενοι ποιητές δεν φειδωλεύτηκαν τις λέξεις τους για να αναφερθούν στον αθλητισμό, για να τον δοξάσουν (ανταμειβόμενοι), όπως ο Πίνδαρος, ή για τον ελεεινολογήσουν, όπως ο Ευριπίδης (που ακολούθησε ως προς αυτό τον προσωκρατικό φιλόσοφο Ξενοφάνη τον Κολοφώνιο) και αργότερα, τον 1ο αιώνα μ.Χ., ο σκωπτικός Λουκίλλιος. «Ουδέ δίκαιον προκρίνειν ρώμην της αγαθής σοφίης» πίστευε ο Ξενοφάνης, έκρινε δηλαδή άδικο να δίνουμε μεγαλύτερη σημασία στη ρώμη και όχι στη σοφία. Ο δε Ευριπίδης, στον χαμένο «Αυτόλυκό» του, αποφαινόταν ότι το χειρότερο γένος είναι οι αθλητές: «Κακών γαρ μυρίων καθ’ Ελλάδα / ουδέ κάκιόν εστιν αθλητών γένους». Θυμίζω, πάντως, ότι στη νεανική του ηλικία ο τραγωδός είχε ασχοληθεί ιδιαίτερα με το αθλητισμό.
Εφόσον λοιπόν η ιδρυτική πράξη της ποίησης υπήρξε ανοιχτή στα αθλήματα, το να επιδείξει αποστροφή η σημερινή λογοτεχνία μάλλον θα υποδήλωνε σνομπισμό. Δεν έχουν λείψει, βέβαια, οι συγγραφείς που θεωρούν αδιανόητο να μολυνθεί η υψηλή τους τέχνη από τα παίγνια των πληβείων. Μολαταύτα, η ποίηση, η πεζογραφία, αλλά και το δοκίμιο δεν απέστρεψαν το πρόσωπό τους από τον αθλητισμό. Ενίοτε, αρκεί να ανταποκρίνεται ο τίτλος σε μια εικόνα οικουμενικώς αναγνωρίσιμη για να κερδίσει φήμη διαρκείας ένα βιβλίο. Παράδειγμα «Η αγωνία του τερματοφύλακα τη στιγμή του πέναλτι» του Πέτερ Χάντκε.
Η ακριβής χαρτογράφηση δεν είναι εύκολη. Ο κορυφαίος, πάντως, διανοούμενος που δεν έκρυψε ποτέ το πάθος του για το ποδόσφαιρο υπήρξε ο Αλμπέρ Καμύ, τερματοφύλακας στην ομάδα του πανεπιστημίου του. «Χάρη στο ποδόσφαιρο», είπε όταν τιμήθηκε με το Νομπέλ, το 1957, «δημιούργησα μια νέα ταυτότητα, που με βοήθησε να γράφω καλύτερα». Εξακολουθητικός –και πολιτικά διορατικός– ήταν και του Ουρουγουανού λογοτέχνη Εντουάρντο Γκαλεάνο ο έρωτας για το ποδόσφαιρο. Και παραγωγικότατος. Μνημονεύω τους (ελληνικούς) τίτλους δύο βιβλίων του: «Τα χίλια πρόσωπα του ποδοσφαίρου» και «Το ποδόσφαιρο στη σκιά και το φως».
Στα δικά μας, ενδέχεται να είναι ο Κ.Π. Καβάφης ο λογοτέχνης που χρησιμοποίησε πρώτος τη λέξη «φούτμπωλ». Αυτό έγινε στα κατάστιχα όπου σημείωνε ασυνήθιστες λέξεις. Ιδού: «Ποδοσφαίρησις: διά Foot-Ball (βλ. π.χ. “Νέον Aστυ” 27.9.’07). Καλλίτερα όμως να γράφουμε, καθώς και λέμε, φούτ-μπώλλ» («Το λεξικό παραθεμάτων», φιλολογική επιμέλεια Μιχάλης Πιερής, Ικαρος, 2015, σ. 212).
Ο πρώτος Ελληνας πεζογράφος που καταπιάστηκε με το ποδόσφαιρο ως κοινωνικό φαινόμενο υπήρξε ο Κώστας Χατζηαργύρης. Στο μυθιστόρημά του «Ο δρόμος προς τη δόξα» (1937) σαρκάζει τη γενιά του ’30. Οχημα της σάτιράς του η ραγδαία ανέλιξη στον χώρο των λογοτεχνών ενός φιλόδοξου γραφιά, που επιχειρεί «να αιχμαλωτίσει τα λαϊκά στρώματα με ποδοσφαιρικά διηγήματα». Στον καιρό μας το ποδόσφαιρο κίνησε την έμπνευση αρκετών μυθιστοριογράφων και διηγηματογράφων, του Μένη Κουμανταρέα λόγου χάρη («Η φανέλα με το 9»), του Δημήτρη Μίγγα, του Δημήτρη Πετσετίδη.
Από τους ποιητές, οι πιο φημισμένοι απ’ όσους εμπνεύστηκαν αρκετά νωρίς από το ποδόσφαιρο ήταν ο Γιάννης Ρίτσος, ο Νίκος Καρούζος και ο Νίκος Εγγονόπουλος. Πασίγνωστο ήταν, πάντως, και το ποικιλότροπα εκδηλωμένο πάθος του Μανόλη Αναγνωστάκη για την μπάλα, για τον Αγιαξ ειδικότερα και τον Απόλλωνα. Στο «ΥΓ.», πρωτοδημοσιευμένο το 1983, δεν λείπουν οι ποδοσφαιρικού τύπου αναφορές: «Οταν τα βράδια της Κυριακής μετά το ματς γέμιζαν οι ταβέρνες γύρω από το γήπεδο και συ έτρεχες στο σπίτι να διαβάσεις». Και: «Το ματς τη ζωής του είχε τελειώσει – τώρα έπαιζε την παράταση».
Συνεχίζουμε την επόμενη Κυριακή, στο ενδιάμεσο του Γιούρο και του Κόπα Αμέρικα, που έληξαν, και των Ολυμπιακών Αγώνων του Τόκιο. Τριών διοργανώσεων που, με τη διεξαγωγή τους στην ουσία ερήμην των θεατών, ακύρωσαν την πρώτη σημασία της λέξης «αγών»: της «συναθροίσεως προς θεωρίαν αγώνων». Από την τηλεόραση δεν συμμετέχεις σε γιορτή.