Στο μυαλό μου είχε μπει από καιρό η σκέψη να πάμε μαζί στη θάλασσα. Ποτέ της δεν την είχε δει. Μέσα στο τσιμεντένιο δάσος της πόλης ζούσε ως αδεσποτάκι, πριν την υιοθετήσω, κι έπειτα έγινε κατοικίδιο. Το διαμέρισμά μου ήταν όλος της ο κόσμος.
«Και τι αξία έχει για μια γάτα να δει τη θάλασσα; Τι θα καταλάβει;» θα πείτε ίσως. Δεν ξέρω. Δεν μπορώ να απαντήσω γενικά για όλες τις γάτες. Η συγκεκριμένη γάτα, όμως, η δική μου, είμαι σίγουρη ότι θα απολάμβανε μια βόλτα στην ακροθαλασσιά. Ισως έμπαινε και στο νερό, θα ήταν ευκαιρία να μοιραστούμε μια ακόμα χαρά, από τις αμέτρητες που είχαμε μοιραστεί τα δεκαεπτά χρόνια της συμβίωσής μας.
Δεν πρόλαβα. Η Γουργουρίνα, η Ρίνα, το Ρινάκι μου, έφυγε από τη ζωή το ίδιο αθόρυβα όπως ήρθε, προδομένη από την καρδιά της, που ήταν γεμάτη αγάπη για τους δίποδους και τετράποδους συγκατοίκους της. Ο κύκλος της ύπαρξής της έκλεισε στην αγκαλιά μου. Την αποχαιρέτησα, την ευχαρίστησα για όσα μου πρόσφερε και, κυρίως, για όσα μου δίδαξε. Αυτή που κάποτε κυκλοφορούσε στους δρόμους πεινασμένη και με τα δόντια σπασμένα από κλωτσιά, αυτή που είχε αντικρίσει την πιο κακή πλευρά των ανθρώπων, μου έδωσε μαθήματα υπερηφάνειας, υπομονής, επιμονής, ανεξαρτησίας, αλλά και εμπιστοσύνης, τρυφερότητας, αφοσίωσης.
«Μη φοβάσαι, δεν θα πονέσεις. Και να ξέρεις ότι ήσουν η καλύτερη γάτα του κόσμου, θα σ’ αγαπώ και θα σε θυμάμαι όσο αναπνέω», της ψιθύρισα πριν ο κτηνίατρος της κάνει την πρώτη ένεση. Με αποχαιρέτησε κι εκείνη με τον τρόπο της: μ’ ένα αχνό αλλά επίμονο γουργουρητό και μερικά φιλάκια στο μάγουλο – μόλις που μπορούσε πια να σηκώσει το κεφάλι της…
«Κι εγώ λάτρεψα πόδια κι έφαγα κλωτσιές. Χάιδεψα χέρια κι έφαγα ξύλο, μα τη σοφία της γάτας δεν μπόρεσα ακόμη να την καταλάβω», έγραψε σ’ ένα ποίημά του ο Ντίνος Χριστιανόπουλος. Οσοι έχουμε ζήσει με γάτες –αλλά και με άλλα κατοικίδια– ξέρουμε πως αυτό δεν είναι υπερβολή. Οσα χρόνια κι αν περάσεις μ’ ένα ζώο, ποτέ δεν το αποκωδικοποιείς πλήρως, ποτέ δεν σταματά να σε εκπλήσσει. Ποτέ δεν γίνεσαι αρκετά σοφός ώστε να μάθεις τι ακριβώς σημαίνει να ζεις μ’ αυτό. Και, δυστυχώς, ποτέ δεν αποκτάς τη σοφία που θα χρειαστείς για να συνεχίσεις τη ζωή σου χωρίς εκείνο…
Σήμερα συμπληρώνεται μία εβδομάδα από τον θάνατο της Ρίνας. Ολες αυτές τις μέρες σκέφτομαι πόσους ρόλους αλλάζουμε στη διάρκεια της ζωής ενός ζώου, δίπλα του. Οταν πρωτομπαίνει στο σπίτι μας, μωρό γατάκι ή κουτάβι ακόμα, είμαστε οι γονείς του: το μαθαίνουμε να τρώει, να κινείται στον χώρο, παίζουμε μαζί του, έχουμε την έγνοια να το κρατήσουμε μακριά από κινδύνους. Οταν ενηλικιώνεται γινόμαστε αδέλφια αγαπημένα ή φίλοι καρδιακοί, απολαμβάνουμε ο ένας την παρέα του άλλου ισότιμα. Κι όταν το ζώο μας γερνάει κι ίσως αρρωσταίνει, εμείς είμαστε πλέον το παιδί. Σαν ηλικιωμένο γονιό το φροντίζουμε αγόγγυστα, το ταΐζουμε στο στόμα, το πλένουμε, το γιατροπορεύουμε, στεκόμαστε στο πλευρό του όσο το τέλος πλησιάζει.
H Ρίνα δεν πήγε στη θάλασσα. Εγινε, όμως, θάλασσα. Εκεί σκόρπισα τη στάχτη της (είναι κι αυτό ένα φλέγον θέμα για όσους ζούμε στις μεγάλες πόλεις, τι θ’ απογίνει το κατοικίδιό μας μετά θάνατον…). Ξέρω ότι ο πόνος της απώλειάς της, οξύς τώρα, θα μαλακώσει σιγά σιγά με τον χρόνο, θα λειανθεί, όπως έγινε και με τους δύο μακαρίτες γάτους μου.
Θα μείνει μόνο η γλύκα της αγάπης που μας δένει με τα ζώα μας και η συνειδητοποίηση του πόσο αυτά μας βοηθούν να γινόμαστε καλύτεροι άνθρωποι. Μέρα με τη μέρα. Χάδι με το χάδι.