Ο υπουργός Ανάπτυξης Αδωνις Γεωργιάδης το έθεσε ωμά πριν από περίπου δύο εβδομάδες. «Δεν υπάρχουν άλλα λεφτά… Αν έρθει η πανδημία τον χειμώνα, τελειώσαμε οικονομικά». Δεν χρειάζεται να είναι κανείς οικονομολόγος. Η κοινή λογική οδηγεί αβίαστα στο συμπέρασμα ότι το σκηνικό είναι δύσκολο και μπορεί να επιδεινωθεί.
Υπό αυτό το πρίσμα ρεαλισμού, μπορεί να είναι καλή και ενίοτε χρήσιμη η αισιοδοξία, όπως και η έμφαση σε κάποια ενθαρρυντικά στοιχεία, αλλά χρειάζεται παράλληλα και ωριμότητα, υπευθυνότητα και ειλικρίνεια. Να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους και να μην διολισθαίνουμε σε υπερβολικές προσδοκίες.
Γιατί το φθινόπωρο η κατάσταση μπορεί να αποδειχθεί δύσκολη. Υπάρχουν τα περίπου 7 δισ. που προβλέπεται να εκταμιευθούν φέτος από το Ταμείο Ανάκαμψης (αφού εκπληρώσουμε τις προϋποθέσεις και υλοποιήσουμε όλες τις προπαρασκευαστικές δράσεις), ενώ παρατηρείται και αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας σε σχέση με τη μεγάλη πτώση που προκάλεσε πέρυσι η άφιξη της πανδημίας, αλλά το βραχυπρόθεσμο, και όχι μόνο, μέλλον της ελληνικής οικονομίας δεν φαντάζει απαραίτητα ρόδινο.
Οι προκλήσεις που έχουμε μπροστά μας στη μετά COVID-19 εποχή –εάν όντως εισέλθουμε σε αυτή σύντομα, και αυτό παραμένει ένα «αν»– είναι αρκετές. Εχουμε έναν τεράστιο δημόσιο και ιδιωτικό δανεισμό, όπως και δίδυμα ελλείμματα, ενώ ο τερματισμός της στήριξης από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είναι πολύ πιθανό να οδηγήσει σε αύξηση του κόστους δανεισμού της Ελλάδας. Και, φυσικά, οι τράπεζες, βασικός πυλώνας της οικονομικής δραστηριότητας, έχουν μπροστά τους τον Γολγοθά των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Αμεσα έχουμε το μεγάλο στοίχημα του τουρισμού, από τον οποίο περιμένουμε πολλά, που όμως ούτε αυτά είναι βέβαιο ότι θα έρθουν. Για λόγους που δεν αφορούν μόνο εμάς –έχουμε και εμείς τις δικές μας ευθύνες–, αλλά κυρίως την εξέλιξη της πανδημίας και την πορεία των μεταλλάξεων, μπορεί τα έσοδα να υπολείπονται των στόχων ή των προσδοκιών. Υπολογίζουμε στη σωστή αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων και στην απορρόφησή τους με ταχείς ρυθμούς, όπως και στην αυξημένη εγχώρια ζήτηση. Το κατά πόσον θα γίνουν όλα όπως πρέπει και θα αποδειχθούν όλοι αυτοί οι παράγοντες αρκετοί για να υπάρξει η αναγκαία ώθηση, μένει να φανεί.
Με δεδομένες, πάντως, τις ανισορροπίες που χαρακτηρίζουν την ελληνική οικονομία, οι εκτιμήσεις βρίσκονται μάλλον στη σφαίρα των προσδοκιών παρά της βεβαιότητας. Με την άρση των πάσης φύσεως διευκολύνσεων και των κρατικών προγραμμάτων στήριξης επιχειρήσεων και εργαζομένων, πολλές εταιρείες θα βρεθούν αντιμέτωπες με τη σκληρή πραγματικότητα. Πολλές κινδυνεύουν να κλείσουν, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την υποχώρηση της οικονομικής δραστηριότητας, όπως και για την απώλεια θέσεων εργασίας.
Παρά τις προόδους σε επιμέρους δράσεις, τις επενδύσεις σε συγκεκριμένους τομείς, αλλά και την ταχεία ψηφιοποίηση ενός ευρέος φάσματος δραστηριοτήτων η οποία εξέπληξε θετικά, ουδείς μπορεί να ισχυρισθεί ότι η ελληνική οικονομία έγινε ξαφνικά ανταγωνιστική. Η αντικειμενική και ρεαλιστική ανάγνωση της πραγματικότητας δεν δικαιολογεί υπεραισιοδοξία, ούτε χαλάρωση. Οι προκλήσεις είναι μπροστά μας. Το φθινόπωρο θα είναι δύσκολο.