Η σημερινή συνάντηση της καγκελαρίου της Γερμανίας Αγκελα Μέρκελ με τον πρόεδρο των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν, στον Λευκό Οίκο, έχει μιαν ιδιορρυθμία. Δεν αφορά το μέλλον των σχέσεων Ουάσιγκτον και Βερολίνου, καθώς η κ. Μέρκελ αποχωρεί από την ενεργό πολιτική μετά τις εκλογές της 26ης Σεπτεμβρίου.
Εκ των πραγμάτων οι συνομιλίες των δύο ηγετών έχουν τον χαρακτήρα «επιμορφώσεως» του προέδρου Μπάιντεν, ο οποίος θα έχει την ευκαιρία να διερευνήσει εάν ορισμένες «ενοχλητικές» επιλογές του Βερολίνου και κατ’ επέκταση της Ε.Ε. –όπως η ανάπτυξη των οικονομικών σχέσεων με τη Ρωσία και την Κίνα– μπορεί να είναι αναστρέψιμες. Το κοινό σημείο του κ. Μπάιντεν και της κ. Μέρκελ είναι η αντιπάθεια ή, μάλλον, η αποστροφή τους προς τον τέως πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ, αλλά οι διαφορές των ΗΠΑ με τη Γερμανία είναι ουσιώδεις, έστω και εάν η συζήτησή τους θα διενεργείται πλέον με τήρηση των κανόνων πολιτικής ορθότητος.
⇒ Διαβάστε επίσης: Άγκελα Μέρκελ: Τα τετ-α-τετ με τέσσερις Αμερικανούς προέδρους
Κατά τη Γερμανία, οι σχέσεις της με τη Ρωσία και την Κίνα είναι αποκλειστικώς «εμπορικές». Από μιαν άποψη πρόκειται για επιλογή αναγκαστική. Διότι δυτικώς της ευρωπαϊκής ηπείρου το οικονομικό περιβάλλον είναι κορεσμένο, καθώς κυριαρχείται από τις ΗΠΑ, και ως εκ τούτου η δυνατότητα οικονομικής επεκτάσεως του Βερολίνου, αλλά και της Ε.Ε. στο σύνολό της, εκτείνεται ανατολικώς.
Εξυπακούεται βεβαίως ότι αύξηση της οικονομικής ισχύος της Γερμανίας και της Ε.Ε. συνεπάγεται περαιτέρω πολιτική χειραφέτηση της Ενώσεως. Είναι κατά συνέπεια λογικό ένας πρόεδρος των ΗΠΑ –στη σημερινή συγκυρία ο κ. Μπάιντεν– να επιχειρεί να ακυρώσει μια αρχομένη «ευρασιατική» πορεία της Ε.Ε. Είναι επίσης λογικό και από μιαν άποψη ορθό ότι ο κ. Μπάιντεν προσδίδει «στρατηγικό» περιεχόμενο σε ό,τι το Βερολίνο χαρακτηρίζει ως σχέσεις με αποκλειστικά «εμπορική» διάσταση. Επειδή τα ανωτέρω θέματα δεν είναι δυνατόν να ρυθμισθούν, δεδομένης και της βεβαίας αποχωρήσεως της κ. Μέρκελ από την ενεργό πολιτική, η φράση-κλειδί που θα παραπέμπει στην ενότητα της Δύσεως –παρά τις διαφορές– θα είναι η «ενίσχυση της διατλαντικής συνεργασίας». Το ερώτημα είναι, ωστόσο, τι εννοεί η κάθε μία πλευρά με την περιεκτική αυτή διατύπωση.