Στη Νομική, αρχές Ιουλίου είναι η περίοδος προφορικής εξέτασης των επί πτυχίω φοιτητών μας στο Δημόσιο Δίκαιο, τον κλάδο που εστιάζει στη δράση του κράτους και στην προστασία του πολίτη απέναντι σε αυτό. Φέτος, μαζί με τον καλό συνάδελφο Νίκο Παπασπύρου επικεντρωθήκαμε μοιραία στα ζητήματα που γεννά η πανδημία. Σε ένα αξιοσημείωτο ποσοστό διαπιστώσαμε μια δυσανεξία, στο όνομα των θεμελιωδών ελευθεριών, για τα μέτρα κατά του κορωνοϊού· ιδίως για εκείνα που αφορούν τον εμβολιασμό.
Η εγγενής δυσπιστία της νεότερης νομικής γενιάς απέναντι στον κρατικό παρεμβατισμό είναι αναμφίβολα επιθυμητή, μια εγγύηση ελευθερίας και δημοκρατίας σε βάθος χρόνου· αρκεί να στηρίζεται σε ένα συνεκτικό και τεκμηριωμένο σκεπτικό. Οσοι διατύπωναν «αντιεμβολιαστικές» θέσεις εμφάνιζαν, ωστόσο, τρία ελαττώματα στην ανάλυσή τους: πρώτον, ανεκτική ή αδιάφορη στάση απέναντι σε υπέρμετρες κρατικές επεμβάσεις σε άλλα πεδία (οικονομία, παιδεία, ελευθερία ενημέρωσης), δεύτερον, ατροφική συνεκτίμηση της πραγματικότητας στον νομικό τους συλλογισμό (ο εμβολιασμός των ιατρών δεν θέτει τα ίδια συνταγματικά ζητήματα με εκείνον άλλων επαγγελματικών κατηγοριών) και, τρίτον, παραγνώριση των ορίων που το ίδιο το Σύνταγμα τάσσει στα δικαιώματα.
Πρόκειται για τις τρεις όψεις ενός «στείρου δικαιωματισμού», ο οποίος υπονομεύει αντί να εκφράζει τις βάσεις του δημοκρατικού φιλελευθερισμού. Ο συγκεκριμένος τρόπος σκέψης αρέσκεται να αγνοεί ότι η προάσπιση της ελευθερίας συνιστά συστημική επιλογή για την έννομη τάξη και όχι μέσο à la carte άρνησης των συλλογικών επιλογών που υπηρετούν την κοινωνική ευημερία. Μία επιλογή η οποία δεν προτάσσει το δόγμα έναντι του ρεαλισμού, ούτε αγνοεί τις υποχρεώσεις που βαρύνουν τον φορέα των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Ολοι θυμούνται ότι το άρθρο 5.1 του Συντάγματος κατοχυρώνει το δικαίωμα του καθενός «να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του», λιγότεροι όμως συνεχίζουν την ανάγνωση στις επόμενες λέξεις: «εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα…» (άρα και το καθήκον του κράτους να μεριμνά για την υγεία των πολιτών, 21.3 Σ).
Ευτυχώς, η πλειονότητα των φοιτητών μας –η υποψιασμένη γενιά που δοκιμάζεται από διαδοχικές κρίσεις– είναι σε θέση να χωρίσει την ήρα από το σιτάρι. Να αντιληφθεί, για παράδειγμα, ότι το έσχατο –αλλά όχι άδικο, ούτε παράνομο– μέτρο για τον απασχολούμενο σε μονάδα φροντίδας ηλικιωμένων που αρνείται να εμβολιασθεί είναι η απώλεια της εργασίας του. Αλλά και πάλι, ο «στείρος δικαιωματισμός», στο μέτρο που στρέφει τα νώτα στην κοινή λογική και μετατρέπει την ελευθερία σε διαβατήριο οπορτουνιστικής συμπεριφοράς, μας έχει κάνει μεγάλη ζημιά. Σε αυτόν αποδίδω, ως ένα βαθμό, την καθυστέρηση της πολιτείας να εκπονήσει στοχευμένες και πιο δραστικές πολιτικές εμβολιασμού.
Κάποιοι ίσως σκεφτούν ότι η καθυστέρηση υπήρξε δείγμα δημοκρατίας: προϊόν της ανάγκης να έχει προηγηθεί ικανή περίοδος συζήτησης με σεβασμό στην άλλη άποψη, ιδίως όταν το διακύβευμα συνίσταται στην επιβολή σοβαρών περιορισμών στον ατομικό αυτοπροσδιορισμό. Εάν τούτο ήταν υποστηρίξιμο μέχρι πρότινος, δεν ισχύει πλέον. Οταν ζητήματα που άπτονται της κοινής λογικής –σε αυτά κατατάσσω τον εμβολιασμό επαγγελματικών ομάδων όπως οι υγειονομικοί ή οι άνδρες των ΕΜΑΚ– χρειάζονται αφόρητα μακρά περίοδο επώασης, τότε το πλεονέκτημα αποτελεσματικότητας του δημοκρατικού φιλελευθερισμού –η δυνατότητά του να χαράσσει δημόσιες πολιτικές που υπηρετούν ισόρροπα την κοινωνική και ατομική ευημερία– μετατρέπεται σε τροχοπέδη.
* Ο κ. Γιώργος Δελλής είναι καθηγητής στη Νομική Σχολή Αθηνών.