Μιλάει αγγλικά με επιτηδευμένα (;) ελληνική προφορά, εγκατέλειψε προσωρινά το ΝΒΑ για να καταταγεί στον ελληνικό στρατό –ενώ οι περισσότεροι Ελληνες στη θέση του θα έψαχναν πολιτικό μέσο για να απαλλαγούν από τη θητεία τους–, επικαλείται πάντα δύο πατρίδες, τη Νιγηρία και την Ελλάδα, και οι Αμερικανοί τον γνωρίζουν με το παρατσούκλι «ελληνικό Τέρας». Την επόμενη εβδομάδα που θα έρθει για διακοπές στην Ελλάδα ο Γιάννης Αντετοκούνμπο, όλοι θα μιλούν για τη συμβολή του στον τουρισμό και στη διεθνή εικόνα της χώρας. Θα αναπαράγουν τις φωτογραφίες του στο Ινσταγκραμ και θα διαγκωνίζονται να οικειοποιηθούν την ελληνικότητά του: τα Σεπόλια, το χιούμορ, τις κινήσεις του και τις γεύσεις που του αρέσουν.
Κι όμως, η ελληνική ιθαγένεια θα μπορούσε να μην έχει δοθεί ακόμη στον Γιάννη Αντετοκούνμπο, αν δεν μεσολαβούσε η πίεση μετά την επιλογή του από το ΝΒΑ. Αυτό άλλωστε δεν συμβαίνει με τα περισσότερα παιδιά μεταναστών; Γεννιούνται, πάνε σε ελληνικά σχολεία, ντύνονται τσολιαδάκια, παρελαύνουν και λένε πατριωτικά ποιήματα στις εθνικές εορτές, σπουδάζουν και εργάζονται, πληρώνουν φόρους και εισφορές, παθιάζονται όταν παίζει η εθνική ομάδα, ερωτεύονται στην Ελλάδα και όμως είναι απάτριδες («υπηκοότητα: αλλοδαπός» έγραφε το απολυτήριο γυμνασίου του Γιάννη). Κάθε τόσο πρέπει να εμφανίζονται στη Διεύθυνση Αλλοδαπών και Μετανάστευσης και να ανανεώνουν τις άδειες διαμονής τους. Τα παιδιά δεύτερης γενιάς στην Ελλάδα παραμένουν έτσι επί χρόνια, αν όχι δεκαετίες, σε ένα limbo υπηκοότητας, μετέωρα μεταξύ δύο χωρών: εκείνης από την οποία κατάγονται και την οποία έχουν σχεδόν ξεχάσει και εκείνης στην οποία ζουν και η οποία θεωρεί ότι πρέπει να κόψει κανείς τα γραφειοκρατικά κεφάλια της Λερναίας Υδρας για να αξιωθεί να αποκτήσει ελληνικό διαβατήριο. Α, και να απαντήσει στην καίρια ερώτηση των σχετικών εξετάσεων: «Οταν αρρωστήσει κάποιος, φτιάχνουμε φανουρόπιτα για να γίνει καλά;».
Είναι ενδιαφέρον λοιπόν να βλέπει κανείς Ελληνες πολιτικούς που πρωτοστάτησαν στην πολιτική «Ελληνας γεννιέσαι, δεν γίνεσαι» να υποκλίνονται στο αθλητικό μεγαλείο του Αντετοκούνμπο, του οποίου το όνομα κάποτε αρνούνταν πεισματικά να προφέρουν σωστά. Κι είναι ικανοποιητικό να διαπιστώνει κανείς ότι εκείνοι που άλλοτε μιλούσαν με στόμφο για το ελληνικό DNA, το οποίο… δεν είναι ρατσιστικό, οι ίδιοι που απέδιδαν τις αρετές της φυλής στην κυτταρική μνήμη, αναγνωρίζουν τώρα πως ένας μαύρος με νιγηριανό DNA, που έγινε και δεν γεννήθηκε Ελληνας, είναι εξίσου «Ωραίος σαν Ελληνας» – με την καλή, την ποιητική έννοια, για να παραφράσω τον Νίκο Εγγονόπουλο.