Τα τελευταία χρόνια έχουμε συνηθίσει να αναφερόμαστε στη Γαλλία ως τη χώρα-μέλος της Ε.Ε. που έχει βιώσει εντονότερα από άλλες τη θανάσιμη βία της τρομοκρατίας, θρηνώντας εκατοντάδες νεκρούς και τραυματίες. Δυστυχώς, όμως, δεν είναι η τρομοκρατία η μόνη μορφή βίας που έχει συγκλονίσει τη χώρα τα τελευταία χρόνια. Ο αντισημιτισμός και το ρατσιστικό έγκλημα είχαν επίσης προκαλέσει μεγάλες συζητήσεις στη Γαλλία. Η μορφή βίας όμως που ανέδειξε εμφατικά σε προτεραιότητα του κράτους ο πρόεδρος Μακρόν ήταν η ενδοοικογενειακή βία. Είναι χαρακτηριστικό πως έχει αναφερθεί στις γυναικοκτονίες ως την ντροπή της Γαλλίας.
Δεν είναι όμως μόνο η Γαλλία η χώρα στην οποία αρκετοί στην Ελλάδα στρέφουν το βλέμμα και το ενδιαφέρον τους μετά τις τελευταίες δολοφονίες γυναικών από τους συντρόφους τους. Από την πρώτη φάση της πανδημίας και τα περιοριστικά μέτρα που είχαν ληφθεί για τον περιορισμό της διασποράς του ιού, υπήρξε έντονη αγωνία και ξεκίνησε μια μεγάλη συζήτηση, τόσο στην επιστημονική κοινότητα όσο και στις αρχές των κρατών και κυρίως στις αρχές ασφαλείας, για τις επιπτώσεις της νέας αυτής κατάστασης στη βία. Η μεγαλύτερη έμφαση δόθηκε στην ενδοοικογενειακή βία και κυρίως στη βία κατά των γυναικών και των παιδιών. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο πως σε πάρα πολλές χώρες αυξήθηκαν οι καταγγελίες ενδοοικογενειακής βίας την περίοδο του lockdown.
Πρέπει να σημειωθεί πως σε όλες τις πρόσφατες εκθέσεις και αναλύσεις της Europol γίνεται ειδική αναφορά για τις επιπτώσεις της πανδημίας σε διάφορες μορφές βίας και εγκλήματος. Μεταξύ αυτών ξεχωρίζει αυτό που συνηθίζουμε να αποκαλούμε διαπροσωπική (interpersonal) βία. Βία που εκδηλώνεται μεταξύ μελών μιας οικογένειας, συγγενών και συντρόφων ή βία μεταξύ ανθρώπων ή ομάδων που δεν έχουν συγγενικούς δεσμούς, αλλά προσωπική γνωριμία.
Αυτή η μορφή βίας μέχρι πρόσφατα δεν έβρισκε εύκολα χώρο στις στρατηγικές ασφάλειας, οι οποίες κυριαρχούνταν από τις απειλές της τρομοκρατίας και του οργανωμένου εγκλήματος. Ωστόσο, πρόκειται για μία από τις τρεις κύριες μορφές βίας, από την οποία προκύπτει ετησίως περίπου το 1/3 των βίαιων θανάτων παγκοσμίως.
Η πανδημία, λοιπόν, λειτούργησε ως καταλύτης για να βρει ζωτικό χώρο στον δημόσιο διάλογο και στις πολιτικές και επιχειρησιακές πρωτοβουλίες αυτή η μορφή βίας.
Συνηθίζουμε να προσεγγίζουμε την ενδοοικογενειακή και την έμφυλη βία ως μια γραμμική κατάληξη πατριαρχικών στερεοτύπων. Αρχέγονων, δηλαδή, αντανακλάσεων της βίας στο πλαίσιο της μη αναγνώρισης της ισότητας. Σαφώς και τα στερεότυπα έχουν έναν σημαντικό ρόλο στην εκδήλωση αυτής της μορφής βίας. Η βία είναι άλλωστε σε σημαντικό βαθμό ζήτημα πολιτισμικών και κοινωνικών νορμών. Δεν είναι όμως μόνο αυτά που πρέπει να μας απασχολήσουν.
Οι καθ’ ομολογίαν τους δολοφόνοι της Καρολάιν και της Γαρυφαλλιάς δεν είναι άνθρωποι που γεννήθηκαν, μεγάλωσαν και γαλουχήθηκαν πολιτισμικά στις δεκαετίες του ’50 και του ’60. Πρέπει λοιπόν, παράλληλα με το προ-νεωτερικό στερεότυπο της έμφυλης βίας, να δώσουμε έμφαση και στη μετα-νεωτερική διάσταση της έκθεσης των νέων ανθρώπων σε μια σύγχρονη κουλτούρα βίας.
Τα τελευταία χρόνια, η βία και ο μισαλλόδοξος λόγος αποτελούν συστατικά στοιχεία μιας αντιδραστικής εναλλακτικής έκφρασης που περιλαμβάνει βίντεο, βιντεοπαιχνίδια, γκράφιτι, κόμικς αλλά και διάφορα είδη μουσικής. Αυτή η κουλτούρα είναι θελκτική για τους νέους, για μερικούς από τους οποίους αποτελεί τρόπο έκφρασης και επίλυσης διαφορών.
Η καθημερινή έκθεση στη βία έχει δημιουργήσει μια λανθάνουσα νομιμοποίηση της βίας ως μέσου καθημερινής συνδιαλλαγής. Αυτή η συνισταμένη είναι βασική απειλή για τη δημοκρατία και μια μεγάλη πρόκληση που πρέπει να αντιμετωπίσουν οι σημερινές κοινωνίες. Η βία πρέπει να αποδομηθεί, να ξαναγυρίσουμε στα βασικά του Κοινωνικού Συμβολαίου.
* Ο κ. Τριαντάφυλλος Καρατράντος είναι δρ Ευρωπαϊκής Ασφάλειας και Νέων Απειλών και επιστημονικός συνεργάτης του ΕΛΙΑΜΕΠ.