Αξίζει, πιστεύω, με αφορμή το επετειακό κλίμα των ημερών για την Ελληνική Επανάσταση, να θυμηθούμε τη διάταξη της πρώτης ελληνικής ποινικής νομοθεσίας σχετικά με τη δωροδοκία δικαστικών λειτουργών. Στην παράγραφο 28 (κη΄) αυτού του νομοθετήματος, το οποίο είχε τον χαρακτηριστικό τίτλο «Απάνθισμα των Εγκληματικών» και δημοσιεύθηκε το 1824, ορίζεται ότι «Οποιος κριτής (=δικαστής) διαφθαρή ή με δώρα, ή με υποσχέσεις, και αποφασίση άδικα εις εγκληματικάς διαδικασίας, να χάνη τα πολιτικά του δικαιώματα διά παντός, και να πληρόνη εις το Ταμείον διπλάσια των όσα έλαβε».
Πρόκειται εδώ για μια διάταξη που στηρίζεται σε αντίστοιχη ρύθμιση του γαλλικού Ποινικού Κώδικα 1810 (άρθρα 181 επ. και 177) και που διακρίνεται πρωτίστως από ένα πνεύμα εξορθολογισμού των ποινών.
Δεν προβλέπει δηλαδή για τον υπαίτιο κάποια χρηματική ποινή ορισμένου ύψους, όπως αντίθετα συμβαίνει με τον ισχύοντα Ποινικό μας Κώδικα (άρθρο 237). Προβλέπει, αντιθέτως, χρηματική ποινή η οποία να είναι διπλάσια εκείνης που έλαβε ο δωρολήπτης. Πρυτανεύει, έτσι, εδώ η ιδέα που ανέδειξε ο κορυφαίος διαφωτιστής Τζέρεμι Μπένθαμ, ότι «το κακό από την ποινή πρέπει να υπερβαίνει τα πλεονεκτήματα από την τέλεση του εγκλήματος». Εάν δηλαδή, για να χρησιμοποιήσουμε ένα σύγχρονο παράδειγμα, ο ιδιοκτήτης ενός beach bar σε κοσμικό νησί γνωρίζει ότι θα πληρώσει ένα πρόστιμο π.χ. 10.000 ευρώ για παράβαση της νομοθεσίας περί κορωνοϊού, τη στιγμή που, επιτρέποντας τον συγχρωτισμό των θαμώνων του, αποκομίζει πολλαπλάσια κέρδη, είναι προφανές ότι δεν θα διστάσει να τελέσει την παράβαση.
Το δίλημμα, λοιπόν, δεν είναι εδώ εάν κάποιες διατάξεις της ποινικής μας νομοθεσίας χρειάζονται αυστηροποίηση, αλλά εάν χρειάζονται εξορθολογισμό.
Βέβαια, η διαπίστωση αυτή δεν φαίνεται εκ πρώτης όψεως να ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις, διότι υπάρχουν και εγκλήματα που τελούνται όχι με τη λογική μιας cost benefit analysis, αλλά υπό το κράτος συναισθηματικών και παρορμητικών εκρήξεων και ζωωδών ορμών, όπως π.χ. στα περισσότερα γενετήσια εγκλήματα (βιασμοί, αιμομειξίες, παιδοφιλίες κ.λπ.). Η εύκολη λύση, μόλις επισυμβεί κάποιο τέτοιο ειδεχθές έγκλημα, είναι βέβαια να υπάρξουν επίσημες δηλώσεις για «αυστηροποίηση των ποινών», ώστε να κατευνασθεί η κοινή γνώμη και να επιδειχθεί η «αποφασιστικότητα» του κράτους. Στον αντίποδα, πάλι, τέτοιων δηλώσεων, αντιπαρατάσσονται συνήθως ηπιότερες τοποθετήσεις, όπως ότι το κράτος δεν μπορεί να αντιδρά στην εγκληματικότητα «με το μαστίγιο», αλλά θα πρέπει να εφαρμόζει πολιτικές συμβατές με τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Και στην αξιολόγηση αυτού του διλήμματος, όμως, πιστεύω ότι γνώμονας πρέπει να είναι η λογική.
Από τη μια πλευρά, είναι λάθος να αποκλείουμε εκ των προτέρων τη δυνατότητα μιας αυστηροποίησης ποινών σε συγκεκριμένα εγκλήματα όπου η ποινή, λόγω του χαμηλού της ύψους ή και της μη εφαρμογής της, δεν λειτουργεί αποτρεπτικά. Αποτελεί, εν προκειμένω, κλασικό παράδειγμα στην εγκληματολογική βιβλιογραφία, ότι κατά τη γερμανική κατοχή παρατηρήθηκε μια πρωτόγνωρη αύξηση εγκλημάτων στην κατεχόμενη Κοπεγχάγη, η οποία έμενε αφύλακτη από αστυνομικές δυνάμεις, διότι αυτές θεωρούνταν από τους κατακτητές ότι συνεργάζονταν με την αντίσταση.
Εξίσου λάθος είναι όμως και το να στηρίζεται η αντεγκληματική μας πολιτική κυρίως στην αυστηρότητα και μάλιστα κατά παράβαση της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας, καθώς στις περιπτώσεις αυτές τα δικαστήρια (ιδίως τα ορκωτά) ενδέχεται να φθάσουν ακόμη σε αθώωση του κατηγορουμένου, όταν θεωρούν ότι η προβλεπόμενη ποινή είναι δυσανάλογα μεγάλη σε σχέση με τη βαρύτητα του εγκλήματος, αλλά και τη βεβαιότητα για την ενοχή του κατηγορουμένου.
Ούτε, λοιπόν, αποκλεισμός της αυστηροποίησης της ποινής, αλλά ούτε και αναγωγή αυτής της αυστηροποίησης σε «πανάκεια» της αντεγκληματικής μας πολιτικής. Οπως είχε τονίσει ένας άλλος μεγάλος διαφωτιστής, του οποίου μάλιστα το έργο μεταφράσθηκε και σχολιάσθηκε από τον Κοραή και εννοώ τον Ιταλό Τσέζαρε Μπεκκαρία ή Βεκκαρία, η αποτροπή του εγκλήματος βασίζεται σε περισσότερους από έναν παράγοντες (συμπεριλαμβανομένης της αυστηροποίησης) – παράγοντες που εκτείνονται σε ολόκληρο το φάσμα της ποινικής καταστολής, από τη θέσπιση ενός ποινικού νόμου έως την πλήρη έκτιση της ποινής από τον καταδικασθέντα.
Συγκεκριμένα, εάν ο υποψήφιος δράστης γνωρίζει ότι εφόσον τελέσει το έγκλημά του θα εντοπισθεί, θα συλληφθεί, θα δικασθεί σύντομα, θα υποστεί μια αποτρεπτική (αυστηρή) ποινή που θα εκμηδενίζει τα οφέλη από το έγκλημα και ότι θα την εκτίσει στα σίγουρα (χωρίς π.χ. ρυθμίσεις για «αποσυμφόρηση των φυλακών»), τότε η αρχική διάθεσή του να εγκληματήσει ίσως και να μην εκδηλωθεί καθόλου.
Ομως, έστω και αν, τελικά, αυτός διαπράξει το έγκλημα, η προοπτική να μην τελέσει άλλα εγκλήματα όταν εξέλθει από τη φυλακή θα είναι πολύ μεγαλύτερη, εφόσον ο χρόνος του εγκλεισμού αποβεί προς όφελος του κρατουμένου, μέσα από δράσεις κοινωνικής επανένταξης (εργασία, εκπαίδευση κ.λπ.) ή και μέσα από θεραπευτικές διαδικασίες για τοξικο-εξαρτημένους και γενετήσιους εγκληματίες, εφόσον βέβαια συναινεί σε αυτές ο κρατούμενος. Και εδώ, ο εξορθολογισμός της ποινής διαδραματίζει πρωτεύοντα ρόλο.
* Ο καθηγητής Νέστωρ Ε. Κουράκης είναι τακτικό μέλος της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Επιστημών και Τεχνών.