Την τελευταία ημέρα του περασμένου Ιουνίου η κυβέρνηση ανακοίνωσε ένα εξεζητημένο σχέδιο για τη λειτουργία των κλειστών χώρων ψυχαγωγίας. Τα μαγαζιά θα ήταν μεικτά και αμιγή, με το βάρος των ελέγχων να πέφτει στις επιχειρήσεις. Το σχέδιο εκείνο, που διαφημιζόταν ως «εξυπνότερο» και συνταγματικότερο της γενικής απαγόρευσης εισόδου στους ανεμβολίαστους, δεν εφαρμόστηκε ποτέ. Το αναχαίτισε η πανδημία. Σπαταλήθηκε πολλή συνταγματολογική εμβρίθεια σε power point για να επιστρέψουμε στη λύση που εξαρχής έμοιαζε, νομικά και υγειονομικά, πιο εύλογη.
Εχασε μήπως χρόνο η κυβέρνηση; Ζύγισε λάθος τα δεδομένα; Μπέρδεψε το μήνυμά της; Ισως. Αλλά η πανδημία δοκιμάζει όλες τις κυβερνήσεις – και τις εκθέτει στις εκ των υστέρων αδέσποτες ριπές του σταλεγακισμού των επιδημιολόγων της εξέδρας. Για να κρίνει κανείς την πολιτική διαχείριση της πανδημίας έχει πρόχειρα –και στέρεα– κριτήρια το πώς αντιμετωπίζουν τις ίδιες προκλήσεις οι άλλες κυβερνήσεις. Παντού τώρα η πρόκληση είναι ίδια: Να σπάσει το τείχος της απροθυμίας των ανεμβολίαστων. Πουθενά δεν έχει βρεθεί μαγική συνταγή για να επιτευχθεί αυτό.
Η ελληνική διαχείριση δεν ήταν ούτε πιο επιεικής ούτε πιο αργή. Ούτε το ελληνικό κύμα της άρνησης είναι μεγαλύτερο. Το αντίθετο. Ο εσμός των αντιεμβολιαστών μπορεί να είναι θορυβώδης, αλλά είναι πολύ πιο περιθωριακός απ’ ό,τι αλλού. Οσοι, παρασυρμένοι από τις γραφικότητες, θρηνούν για την καθυστέρηση της ελληνικής κοινωνίας, αναπαράγουν ένα κλισέ που διαψεύδεται από την ένταση και την έκταση των αντιεμβολιαστικών αντιδράσεων αλλού – στη Γαλλία, στη Γερμανία, στις ΗΠΑ.
Αν υπάρχει ελληνική ιδιαιτερότητα, είναι η κάλυψη που παρέχεται στους αρνητές από θεσμούς που ρητορικώς υποστηρίζουν τον εμβολιασμό και τη μερική υποχρεωτικότητά του. Ιδιαιτερότητα είναι ο δημαγωγικός επαμφοτερισμός της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ο ΣΥΡΙΖΑ –όχι όλος, αλλά ο επίσημος– δηλώνει υπέρ της υποχρεωτικότητας των εμβολιασμών στους υγειονομικούς. Δηλώνει υπέρ, αλλά στη Βουλή την καταψήφισε. Ηθελε υποχρεωτικότητα χωρίς κυρώσεις.
Και για τους υπόλοιπους; Τους πολλούς ανεμβολίαστους; Σύμφωνα με την ορολογία του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ, οι περιορισμοί είναι «διχασμός» και «κοινωνικός αυτοματισμός». Είναι «βούρδουλας». Και τα θετικά κίνητρα είναι «φιλοδώρημα». Ο Τσίπρας έφτασε να πει ότι ο Μητσοτάκης «δίνει τα 150 ευρώ στους νέους ανθρώπους με τον πρώτο εμβολιασμό, σα να τους λέει πηγαίνετε να κολλήσετε» (συνέντευξη στο ieidiseis, 11/7).
Ούτε ενθάρρυνση ούτε περιορισμοί. Τι πρέπει τότε να κάνει η Πολιτεία; Να «πείθει», λέει ο Τσίπρας. Να γητεύει με ξόρκια και γλυκόλογα.
Θα ήταν μια συνηθισμένη λαϊκιστική υπεκφυγή, αν δεν αφορούσε τη δημόσια υγεία. Το κόμμα που δεν έχει καταφέρει καν να απομονώσει τις αντιεμβολιαστικές φωνές στους κόλπους του, δικαιολογεί τους αρνητές απηχώντας το σκεπτικό τους: «Ο αυταρχικός αποκλεισμός», λέει πάλι ο Τσίπρας (ράδιο Θεσσαλονίκη, 13/7), μας γυρίζει σε άλλες λογικές και σε άλλα καθεστώτα, σε μη φιλελεύθερα καθεστώτα, στερείται και βάση νομιμότητας συνταγματικής». Πώς το λέει η πλατεία; «Κάτω η χούντα του Μητσοτάκη». Το ίδιο λέει και ο Τσίπρας. Απλώς βάζει «πειθώ».
Θερμική αργία
Πρώτη φορά κλιματιστική Αριστερά.
Ακτιβισμοί
Το πολιτικό βραχυκύκλωμα με τη ματαιωθείσα παρασημοφόρηση του διασώστη δεν άφησε χώρο για να συζητηθεί επί της ουσίας η σκοπιμότητα αυτών των ανθρωπιστικών επιχειρήσεων. Από μόνη της η λέξη «διάσωση» μοιάζει ηθικά απρόσβλητη. Στην πράξη, πρόκειται για οργανώσεις που δεν επικουρούν βέβαια την ακτοφυλακή, αλλά δρουν ερήμην της, σκοπεύοντας να την υποκαταστήσουν. Οι ακτιβιστές δεν ζητούν απλώς την αλλαγή της συνοριακής πολιτικής. Επιδιώκουν να την καταργήσουν στην πράξη, επικαλούμενοι το ανθρωπιστικό δίκαιο. Οι αναφορές ότι οι δουλέμποροι εντοπίζουν στα ραντάρ τους τα σκάφη των οργανώσεων και κατευθύνουν εκεί τις βάρκες, μετατρέποντας τους διασώστες σε ακούσιους συνεταίρους τους, δείχνουν πού μπορούν να καταλήξουν οι αγνές προθέσεις. Η τηλεοπτική εμφάνιση του παρ’ ολίγον παρασημοφορηθέντος επιβεβαίωσε ότι και ο ίδιος δρα με όρους ηθικής απολυτότητας – εκείνος σωτήρας, οι άλλοι δολοφόνοι. Πρόκειται για έναν προσκοπικό ναρκισσισμό που δεν υπολογίζει ποιος και πώς θα στεγάσει, ποιος και πώς θα θρέψει τους διασωθέντες. Δεν ενδιαφέρεται ποιες πολιτικές δυνάμεις ευνοούνται στη στεριά από τη δική του δράση στη θάλασσα.