Η Ιστορία απαιτεί υπομονή και ψυχραιμία. Κανείς δεν μπορεί να βγάλει συμπεράσματα βιαστικά, πριν τα γεγονότα «στεγνώσουν» αρκετά για να μπορούν να καταγραφούν με μια σχετική αντικειμενικότητα. Ούτε βέβαια όταν η όποια συζήτηση διεξάγεται σε συνθήκες ακραίου πάθους και φανατισμού.
Ομολογώ ότι βρίσκω την κατάσταση στην Κύπρο σήμερα πάρα πολύ στενάχωρη. Εχοντας ασχοληθεί πολλά χρόνια με αυτό το θέμα και καθώς τελειώνω τη συγγραφή ενός βιβλίου, βλέπω στον ορίζοντα να διαγράφεται ένα στρατηγικό αδιέξοδο. Η διχοτόμηση έχει παγιωθεί. Η ελληνοκυπριακή πλευρά δεν μπορεί να περιμένει κάποιο εδαφικό αντάλλαγμα στο πλαίσιο μιας συμβιβαστικής φόρμουλας. Κάθε σκέψη για ένα «βελούδινο διαζύγιο», που θα αντάλλασσε κάποιου είδους αναγνώριση με έδαφος, ανήκει στο παρελθόν. Ακόμη και αν υπήρχε μια συμφωνία σήμερα, θα ήταν πιθανότατα τόσο περίπλοκη και δυσεφάρμοστη (ακόμη περισσότερο και από το σχέδιο Αναν) που δύσκολα θα περνούσε από ένα δημοψήφισμα.
Οι καταδικαστικές δηλώσεις από τις ΗΠΑ είναι θετικές και σημαντικές, σε αντίθεση με τις ευρωπαϊκές, που θα τις χαρακτήριζε κάποιος χλιαρές. Δεν πρόκειται όμως να αλλάξουν κάτι στην πράξη.
Αν μετρούσαμε τα ψηφίσματα και τις δηλώσεις των τελευταίων 60 και κάτι ετών, το ισοζύγιο θα ήταν θετικό για την ελληνική πλευρά. Αν μετρήσουμε τι ακριβώς συμβαίνει στο έδαφος του πολυτάραχου νησιού, το ισοζύγιο μόνο θετικό δεν είναι. Το κλισέ πως το Κυπριακό είναι μια ιστορία χαμένων ευκαιριών είναι από τα λίγα που δικαιολογείται πλήρως. Ο ελληνισμός είχε ευκαιρίες στο Κυπριακό, τις οποίες όμως δεν άδραξε λόγω προσωπικών εγωισμών και παιχνιδιών, ενός αέναου νεοβυζαντινού μπρα ντε φερ μεταξύ Αθήνας και Λευκωσίας και του καταραμένου πολιτικού κόστους. Αυτό που το 1964 θα φιγουράριζε σαν «προδοσία» στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, σήμερα φαντάζει μια πολύ καλή λύση. Το Κυπριακό ήταν το πρώτο και μείζον ζήτημα που βρέθηκε στο «μάτι» του φαινομένου του μεταπολεμικού αριστεροδεξιού λαϊκισμού και δεν άφησε πολλά περιθώρια ψυχρών χειρισμών. Ο Γιώργος Καλπαδάκης, στο εξαιρετικό πρόσφατο βιβλίο του «Κυπριακό 1954-74», μιλάει πολύ εύστοχα για τον «αιώνιο δηληγιαννισμό».
Ηταν πολλές οι περιπτώσεις όπου με λίγη ψυχραιμία, εθνική συνεννόηση και λιγότερο αυτάρεσκες προσωπικές συμπεριφορές ορισμένων πρωταγωνιστών θα είχαμε επιτύχει τους εθνικούς στόχους της εποχής. Δεν ήταν εύκολες ασφαλώς οι αποφάσεις και οι συμβιβασμοί. Δεν θα ήθελα να βρίσκομαι στη θέση εκείνων που έπρεπε να αποφασίσουν, αμέσως μετά την τουρκική εισβολή, εάν έπρεπε να δεχθούν ένα συμβιβασμό με επιστροφή εδάφους και επαναφορά προσφύγων στα σπίτια τους ή εάν ήταν σοφότερη η απόρριψη κάθε τέτοιας ιδέας ώστε να μη νομιμοποιηθεί η τουρκική κατοχή στο νησί. Ούτε μπορώ να απαντήσω στο εάν έπρεπε να έχουμε δεχθεί μία από τις πολλές προτάσεις επιστροφής των Βαρωσίων με αντάλλαγμα τη νομιμοποίηση των τετελεσμένων.
Αυτά όλα ίσως μικρή σημασία έχουν σήμερα, αν και πρέπει να απαντηθούν. Πρώτα απ’ όλα από τους ίδιους τους Ελληνοκυπρίους, που πλήρωσαν το τίμημα και άργησαν να αποδομήσουν κάποιους μύθους. Αλλά και από εμάς στην Ελλάδα, γιατί ο χειρισμός του Κυπριακού είναι εμβληματικός στο πώς αντιλαμβανόμαστε την άσκηση εξωτερικής πολιτικής. Δείχνει πόσο εύκολα εγκλωβιζόμαστε σε συναισθηματισμούς και στις κλασικές μάχες προδοτών εναντίον πατριωτών. Η μεγάλη επιτυχία στο Κυπριακό ήταν άλλωστε προϊόν ρεαλισμού και συνετής αποφασιστικότητας, η ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε., που σήμερα την καθιστά ασφαλή και στέρεη σαν μια κυρίαρχη ευρωπαϊκή χώρα.