Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η κακή πλευρά του Διαδικτύου έχει έντονα τα χαρακτηριστικά άγριας ζούγκλας, ιδιαίτερα επικίνδυνης για την κοινή λογική και τη δημοκρατία ως πολίτευμα. Το φαινόμενο είναι παγκόσμιο και οι επιπτώσεις του σε πολιτικό επίπεδο έχουν αποδειχθεί, καθώς έχουν διευκολύνει λαϊκιστές να ανέλθουν στην εξουσία. Κλασική περίπτωση ο Ντόναλντ Τραμπ, η θητεία του και τα αποτελέσματά της.
Η Ελλάδα δεν αποτελεί όαση στο συγκεκριμένο πεδίο, ούτε θα μπορούσε να είναι με δεδομένη την παράδοση και τις επιδόσεις της στη φημολογία και το ανεύθυνο «κουτσομπολιό». Ετσι ίσως εξηγείται, ώς ένα βαθμό όμως, ο… πρωταθλητισμός που κάνει στην κυκλοφορία και ευπιστία στα λεγόμενα «fake news», τα οποία πλημμυρίζουν κυριολεκτικά το ελληνόφωνο Διαδίκτυο. Την περιοχή του δηλαδή που τα προϊόντα της παράγουν Ελληνες και οι ίδιοι τα παρακολουθούν, τα διακινούν και τα καταναλώνουν με μεγάλη όρεξη και ευχαρίστηση.
Με αυτήν την έννοια είναι γνωστό ότι το ελληνόφωνο Διαδίκτυο αποτελεί προνομιακό πεδίο κυκλοφορίας ιδεών, απόψεων και ενημέρωσης ακραίων, κακόβουλων και ψυχάκηδων σε καθημερινή βάση. Κρύβονται πίσω από την ανωνυμία –ορισμένοι που επιζητούν την προβολή για δικούς τους λόγους εκφράζονται και επωνύμως– και δεν χάνουν την ευκαιρία να κλιμακώσουν την παραγωγή τους όταν τα γεγονότα βοηθούν. Αυτό ακριβώς έγινε σε υπερθετικό βαθμό με τις πυρκαγιές που αφάνισαν τον τόπο.
Είτε μιλάμε για οργανωμένα κυκλώματα είτε για «μοναχικούς λύκους» που σκαρφίζονται και πλασάρουν ή και κατασκευάζουν κυριολεκτικά «fake news», ξέρουν πολύ καλά ότι η αποδοχή τους και η εξάπλωσή τους λειτουργεί κατ’ αναλογίαν της φωτιάς σε πευκοδάση υπό ευνοϊκές κλιματικές συνθήκες. Ετσι, και απολύτως ενδεικτικά, εμφανίστηκαν οι ψευδείς «ειδήσεις» περί του πυροσβεστικού που ήταν δήθεν εγκατεστημένο έξω από το σπίτι του υπουργού Κ. Σκρέκα για να το προστατεύσει, ότι τα δάση κάηκαν επειδή συμφέροντα και κυβέρνηση θέλουν να υψώσουν ανεμογεννήτριες στις καμένες περιοχές, ότι τάχα οι Ρουμάνοι πυροσβέστες είπαν ότι οι φωτιές στην Εύβοια θα μπορούσαν να σβηστούν μέσα σε 24 ώρες, αλλά κάποιοι δεν το ήθελαν.
Δεν έχει καμία σημασία αν όλα και πολλά άλλα, γαρνιρισμένα με μεγάλες ποσότητες μίσους, διαψεύστηκαν πανηγυρικά. Ούτε ότι αμφισβητείται έντονα και η καταγγελία «θολωμένου» κοινοτάρχη κατά ανώτατου αξιωματικού της αστυνομίας που υποτίθεται ότι τον ρώτησε αν έχει «πολιτικό μέσο» προκειμένου να στείλει βοήθεια για την αντιμετώπιση της πυρκαγιάς που απειλούσε το χωριό του. Πρώτον, γιατί ενώ τα «fake news» γίνονται εύκολα αποδεκτά και πιστευτά από το κοινό στο οποίο απευθύνονται, δεν συμβαίνει το ίδιο με τις διαψεύσεις, ακόμη και όταν αυτές δεν μπορούν να αμφισβητηθούν από εικόνα και γεγονότα. Δεύτερον, γιατί γενικά οι διαψεύσεις δεν προκαλούν την ίδια εντύπωση με τις καταγγελίες. Στην περίπτωση Σκρέκα, όταν ο άνθρωπος δήλωσε ότι αυτό δεν ήταν το σπίτι του με το δήθεν παρκαρισμένο πυροσβεστικό, κάποιοι σχεδόν τον έβρισαν γιατί μένει αλλού και όχι εκεί που τον ήθελαν…
Το μεγάλο ερώτημα –όχι αποκλειστικά ελληνικό βέβαια– είναι πώς αντιμετωπίζεται αυτή η κατάσταση, χωρίς να απειληθούν δικαιώματα συνυφασμένα με την έννοια της δημοκρατίας. Η απάντηση δεν είναι εύκολη, αλλά πρέπει και οι αγνοί δικαιωματιστές να αντιληφθούν πλέον ότι οι κακόβουλοι και οι ψυχάκηδες του Διαδικτύου αποτελούν απειλή για την πλειοψηφία των πολιτών και τη δημοκρατία. Κραυγαλέο τέτοιο θέμα και η συμπεριφορά των αντιεμβολιαστών τόσο στην καθημερινότητα, όσο και στο Διαδίκτυο. Εξάλλου είναι πλέον φανερό ότι η τέτοια εκμετάλλευση των δυνατοτήτων του Διαδικτύου και η θαλπωρή που προσφέρει στους ακραίους λαϊκιστές όλων των αποχρώσεων, απειλεί σοβαρότατα τα δημοκρατικά πολιτεύματα, μεταξύ τους φυσικά και το ελληνικό.
Η λογική λέει ότι η δημοκρατία πρέπει να βρει τρόπους να αντιμετωπίσει την τερατολογία που κυκλοφορεί ανενόχλητη στο Διαδίκτυο και την απειλεί. Είναι υποχρεωμένη να υπερασπιστεί τον εαυτό της μειώνοντας την ανοχή της απέναντι στους κακόβουλους διακινητές των «fake news». Το πρόβλημα είναι ότι πρέπει να το κάνει σεβόμενη τις αρχές της, ώστε να μην περιπέσει σε αυταρχικές πρακτικές. Ισως η λύση είναι η τεχνολογία, εφόσον έχει τη δυνατότητα και το δικαίωμα να αναγνωρίζει ονομαστικά τους δια-κινητές των «fake news».