Το καλοκαίρι του 2021 εγγράφεται στη συλλογική μας μνήμη των Νεοελλήνων, μόνο ή κυρίως, σαν επίταση δύσπνοιας. Από τις μεγάλες πυρκαγιές, αλλά και από την κοινωνική συμφορά που αντιπροσωπεύει ο ευτελισμός του λειτουργήματος της πληροφόρησης.
Συνδυάστηκαν φέτος και οι δυο κακουχίες: Από την ελληνική γη αφανίστηκαν τεράστιες εκτάσεις δασών –χλωρίδα και πανίδα. Και στο κοινωνικό επίπεδο, η ενημέρωση – πληροφόρηση των πολιτών στρεβλώθηκε και πάλι, αδιάντροπα, υποτάχθηκε ολοκληρωτικά στη σκοπιμότητα του εντυπωσιασμού.
Ο αφοριστικός χαρακτήρας των διαπιστώσεων δεν πρέπει να αδικήσει τις εξαιρέσεις: Υπάρχουν κοινωνικοί λειτουργοί ανυστερόβουλης ή και θυσιαστικής αυτοπροσφοράς (πυροσβέστες, αεροπόροι, απλοί στρατιώτες, ανιδιοτελείς εθελοντές), όπως υπάρχει, άθικτη πάντοτε, και η δημοσιοϋπαλληλική γραφειοκρατία, το πολυπληθέστερο προϊόν και μόρφωμα της κομματικής κακουργίας – ενδημικής στο ελλαδικό κράτος συμφοράς.
Προκλητικά οδυνηρός στο φετινό καλοκαίρι ήταν ο πρωτογονισμός της ραδιοτηλεοπτικής δημοσιογραφίας. Δεν υπήρχαν «ειδήσεις», υπήρχε μόνο η λεγόμενη «δημοσιογραφική κάλυψη» κάθε πυρκαγιάς και της αντιμετώπισής της από το «οργανωμένο κράτος». Και «κάλυψη» ονομαζόταν η παρουσία στον τόπο της συμφοράς και της φρίκης νεαρού ατόμου, αγοριού ή κοριτσιού, που πάσχιζε, με ένα μικρόφωνο στο χέρι, να πει με δικά του λόγια τα όσα ο κάθε τηλεθεατής έβλεπε, την ίδια στιγμή, στην οθόνη της οικιακής του συσκευής:
«Βλέπετε το σπίτι που καίγεται, τώρα οι φλόγες βγαίνουν και από τον δεύτερο όροφο, τώρα πήρε φωτιά και το κυπαρίσσι της γωνίας» – κανείς δεν εξήγησε ποτέ σε αυτά τα παιδιά (πιθανώς αμειβόμενα με ένα εκατοστάρικο τον μήνα) τι είναι η δημοσιογραφία, τι θα πει «πληροφόρηση», πόσο βαραίνει στο επάγγελμα που τους γυάλισε, όχι η τσαχπινιά στην εμφάνιση, όχι το sex appeal τους, αλλά η γλωσσική τους κατάρτιση, γραμματική, συντακτικό, λεκτικός πλούτος.
Οσο ακόμα μου χαρίζεται το προνόμιο (και η πελώρια ευθύνη) δημόσιου λόγου, θα καταθέτω ό,τι κατασταλάζει μέσα μου ως εμπειρική ψηλαφητή βεβαιότητα. Οτι ο Ελληνας, π.χ. όταν χάσει τη συνείδηση της διαφοράς του «τρόπου» – πολιτισμού του, δεν αλλοτριώνεται όπως κάθε λαός μίμος ή αντιγραφέας ξένων, εισαγόμενων επικαιρικών μοντέλων. Ο Ελληνας «μεταστοιχειώνεται», αλλάζει το είναι του, γίνεται από άρχοντας μια σκέτη ξεφτίλα.
Κάθε απομίμηση υποβιβάζει και τον μίμο και το μίμημα – το προϊόν της μίμησης δεν μπορεί ποτέ να έχει τη δυναμική της αυθεντικότητας του πρωτοτύπου. Η res publica δεν θα γίνει ποτέ δημοκρατία, ή veribus ποτέ αλήθεια, ο νόμος ποτέ lex, η σύμβαση που κατοχυρώνει δικαιώματα ατόμων δεν θα γίνει ποτέ άθλημα σχέσης, η μετοχή στην εκκλησία ποτέ «επικρατούσα θρησκεία» – και πάει λέγοντας. Αγεφύρωτη η διαφορά – απόσταση της κατανόησης από τη γνωστική εμπειρία της σχέσης, της ψευδαίσθησης του cogito από την εμπειρία της ψηλάφησης.
Οι Ελληνες υπάρχουμε πια μόνο «κατ’ όνομα», όχι ως διαφορά. Εμπιστευόμαστε τις εντυπώσεις σαν αλήθειες, την ελευθερία σαν κλίμακα – περιθώριο ορέξεων. Με αποτέλεσμα να διολισθαίνουμε νομοτελειακά στη γελοιότητα. Δεν κάνουμε λάθη, αστοχίες, παραστρατήματα. Κάνουμε βλακείες, εξωφρενικές μικρότητες, λογαριάζουμε τους θεσμούς σαν παλκοσένικο, όπου ακκίζονται εγωπαθή και ανεγκέφαλα καραγκιοζάκια. Κραυγαλέα περίπτωση κωμικής συλλογικής μικρόνοιας, τα καθημερινά ραδιοτηλεοπτικά «Δελτία Ειδήσεων»:
Είναι ο πιο διαυγής καθρέφτης της ιστορικής παρακμής μας των Ελλήνων. Οι εγχώριοι εξουσιαστές μας έχουν την ψευδαίσθηση ότι «διαφημίζονται» στα κανάλια, δεν υποψιάζονται τη δυναμική που αποκτά, με τη δημοσιοποίηση και την προπαγάνδα, ο αυτεξευτελισμός. Ούτε τη δυναμική της εικόνας λογαριάζουν. Ομως, η τηλεοπτική εικόνα, στη δεύτερη φάση του καύσωνα, κραύγαζε τη λογική της κυβερνητικής «στρατηγικής» – ολοφάνερα, η απόφαση της εξουσίας ήταν: «Ας καούν τα σπίτια, αρκεί να μην υπάρξουν νεκροί, να γλιτώσουμε τη σύγκριση με το επίσημο κρατικό έγκλημα στο Μάτι». Στόχος πάντοτε να κερδηθούν οι εντυπώσεις.
Διακόσια χρόνια είναι πολλά για να επιβιώνει ένα κρατίδιο τεχνητό. Κράτος που δεν γέννησε τους θεσμούς λειτουργίας του (δημόσια διοίκηση, τοπική «αυτοδιοίκηση», σύστημα λειτουργίας του Δικαίου, εκπαιδευτικό σύστημα, συνδικαλιστικές οργανώσεις, παραδόσεις μεταφυσικής ελπίδας και ρεαλιστικού «νοήματος» της ζωής και της ύπαρξης). Κρατίδιο με «ηγέτιδα τάξη» που ηδονίζεται στην αυτοκαταστροφή, ανέχεται να αποφασίζουν ξένες πρεσβείες αν θα ιδιοποιηθεί η Τουρκία και την Αμμόχωστο, το Καστελλόριζο, τη Λήμνο.
Τίποτε από αυτά δεν ενδιαφέρει τους «τυράννους, τους οποίους ημείς εκλέγομεν» και που δεν μιλάνε ποτέ πια για γεγονότα και πεπραγμένα, ενδιαφέρονται και ζουν μόνο για τις εντυπώσεις. Αυτό το τεχνητό κρατίδιο, όταν ακόμα διψούσε γνησιότητα και αρχοντιά, είχε σαν σήμερα τη Γιορτή του, γιόρταζε την Παναγιά αφέντρα του.