Ο Φουκουγιάμα φταίει. Εκείνος καλούπωσε τη μεγάλη ιδέα στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Εκείνος χρεώθηκε, χωρίς ίσως να το αξίζει, τη διοχέτευση της αυταρέσκειας των νικητών σε μια καμπάνια παγκόσμιου εκδημοκρατισμού. Η καθολική επικράτηση της δυτικής φιλελεύθερης δημοκρατίας υπηρετήθηκε σαν ιστορική νομοτέλεια. Οι αξίες των νικητών ήταν οικουμενικές. Πράγμα που τους νομιμοποιούσε να τις φυτέψουν από την Κανταχάρ μέχρι τη Βασόρα.
Τώρα, που ξέρουμε τι καρπούς έφερε αυτή η σπορά, μπαίνουν πολλοί (πάλι) στον πειρασμό να πουν ότι δεν ήταν μόνο λάθος η μέθοδος. Ηταν λάθος και η ιδέα. Η «αποικιοκρατική» Δύση δεν έχει κανένα ηθικό έρεισμα να επεμβαίνει. Το δικό της θεσμικό υπόδειγμα δεν έχει καμία ανωτερότητα έναντι των άλλων. Αυτή η άποψη καταλήγει να εξισώνει τη δημοκρατία με τον ισλαμικό φονταμενταλισμό. Δεν φταίει η δημοκρατία επειδή οι κομιστές της απέτυχαν πολλαπλώς να τη θεμελιώσουν σε άγονο έδαφος. Και αντιστρόφως: Δεν έπαψαν οι Ταλιμπάν να είναι μια μαύρη τρύπα της Ιστορίας –και μια μάστιγα, πρωτίστως για τους ίδιους τους Αφγανούς– επειδή αποδείχτηκαν δεινοί μάλλον στον φατριασμό, παρά στον ανταρτοπόλεμο.
Το τίμημα είναι, ωστόσο, βαρύ. Από το μεσσιανικό πρόταγμα για τη θεσμική συγκρότηση ενός έθνους, απέμεινε μόνο ο στόχος της διάσωσης λίγων εκατοντάδων συνεργατών των Αμερικανών και των συμμάχων τους. Από το κύρος του πλανητικού χωροφύλακα, απέμειναν τα τραυλίσματα ενός προέδρου που επαιρόταν προχθές επειδή κατάφερε να περιφρουρήσει το αερoδρόμιο της Καμπούλ. Από την περιδεή Ευρώπη, που εξαντλεί τον γεωπολιτικό ίσκιο της στην προσπάθειά να ταμπονάρει τα σύνορά της, δεν υπήρχε, ούτως ή άλλως, τίποτε να περισωθεί.
Τριάντα ένα χρόνια μετά «το τέλος», ο Φουκουγιάμα δοκίμασε πάλι να μετρήσει τον σφυγμό της Ιστορίας. Αν θέλεις, έγραψε στον Economist, να βρεις ένα τεκμήριο της αμερικανικής παρακμής, δεν πρέπει να το αναζητήσεις στις εικόνες με τα Σινούκ που πετούν πάνω από την αμερικανική πρεσβεία στην Καμπούλ. Το τεκμήριο θα το βρεις στις σκηνές της 6ης Ιανουαρίου, από την εισβολή στο Καπιτώλιο. Οι αιτίες της αποδυνάμωσης της Αμερικής δεν είναι εξωτερικές. Είναι ο εσωτερικός της διχασμός που την έχει τελματώσει.
Η αλλαγή της οπτικής γωνίας αποκαλύπτει έτσι ότι οι εξαγωγείς της δημοκρατίας εξάγουν και τις αδυναμίες –και την κυκλοθυμία– της δικής τους δημοκρατίας.
Ποτισμένη στο συναίσθημα της στιγμής, αυτή η εσχατολογία παραβλέπει ποιοι είναι οι ανταγωνιστές της Δύσης. Η ανάπτυξη χωρίς ελευθερία που προτείνει η Κίνα. Το κράτος – KGB του Πούτιν. Η άλλη εκδοχή της ισλαμικής απολυταρχίας που προτείνει το Ιράν.
Εχει ενδιαφέρον να δούμε τι θα κάνουν όλοι αυτοί οι γείτονες του Αφγανιστάν, χωρίς τις ΗΠΑ. Τι θα κάνουν τώρα που θα μείνουν μόνοι με τους Ταλιμπάν. Εχει ενδιαφέρον να δούμε τι έχουν να προτείνουν αυτές οι «εναλλακτικές» δυνάμεις στους Αφγανούς (μέσος όρος ηλικίας πληθυσμού τα 19,5 έτη) που δεν έχουν ζήσει τη σαρία. Εχουν ζήσει μόνο τη χωλή αμερικανοκίνητη δημοκρατία.
Πατουλιμπάν
Ο αντιπεριφερειάρχης του Μαζάρ-ι-Σαρίφ θα έχει σίγουρα εγκαταστήσει στο γραφείο του ένα πορτρέτο του φυλάρχου του.
Τικ τοκ
Τότε, είχε κάνει μεγάλο σουξέ. «Η ζωή είναι μαγκιά», έλεγε η διαφήμιση (κατά των ναρκωτικών) τη δεκαετία του ’80. Την υπέγραφε η Νεολαία ΠΑΣΟΚ. Ηταν η εποχή που τα κόμματα δεν προβληματίζονταν πώς θα «περάσουν το μήνυμά τους» στους νέους. Οι νέοι ήταν μέσα στα κόμματα, σταβλισμένοι. Μέσα στη κουλτούρα και στη γλώσσα τους.
Σήμερα, μία διαφήμιση με στόχο τα νεανικά ακροατήρια θα ισοδυναμούσε με αυτοακυρωτική δυσφήμιση αν σημαδευόταν από το λογότυπο ενός κόμματος – ακόμη και αν αφορούσε ζήτημα δημόσιας υγείας. Κανένα μήνυμα δεν είναι τόσο βαρύ για να σταματήσει στο γλίστρημα του αντίχειρα πάνω στην οθόνη. Γι’ αυτό χρειάστηκε ο Τσιτσιπάς: για να εξοπλίσει το βαρύ μήνυμα της υγειονομικής πειθαρχίας με τη σαγήνη της ελαφρότητας.
Η άσκεφτη απόδραση του Τσιτσιπά από τον παιδαγωγικό ρόλο που δεν κατάλαβε καν ότι του είχαν φορέσει λειτουργεί και ως δείκτης για το επίπεδο (μη) επικοινωνίας του πολιτικού συστήματος με τη γενιά του τενίστα.
Ο Τσιτσιπάς δεν είναι τάχα αντάρτης –αντιεμβολιαστής– εκ πεποιθήσεως. Είναι παιδί του κόσμου, όπου οι πεποιθήσεις διαρκούν όσο ένα «τικ». Ή ένα «τοκ».