Παράλληλα με την πραγματική ζωή υπάρχει δίπλα μας ένας κόσμος –ψηφιακός– που τελευταία έχει αρχίσει και γιγαντώνεται όλο και περισσότερο. Στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, νέα παιδιά, με όπλο την καλή τους εμφάνιση, διαφημίζουν την καλή ζωή τους, κερδίζοντας followers και μαζί χρήματα, καθώς το ένα είναι συνάρτηση του άλλου.
Η συνταγή σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, ίδια: ακριβά ξενοδοχεία με μαγευτική θέα, χλιδάτα πρωινά, εντυπωσιακές πισίνες και κάθε λογής ακριβά γούστα, μαζί με την απαραίτητη όμορφη εμφάνιση, ταΐζουν διαρκώς το αχόρταγο μάτι των followers και μαζί κάνουν πιο δημοφιλή τη «ζωή» των πάσης φύσεως influencers. Αυτού του νέου «επαγγέλματος» που φέρνει εύκολο χρήμα. Δεν είμαι καθόλου βέβαιος πως αυτά τα παιδιά που επιλέγουν αυτή τη «σταδιοδρομία» μπορούν να απολαύσουν άλλα, πιο αυθεντικά αγαθά της ζωής μέσα από μια άλλη οπτική. Και επίσης δεν είμαι καθόλου βέβαιος πως αυτή η γυάλινη και χλιδάτη μόδα που βλέπει κανείς να περνά στο timeline του είναι τόσο λαμπερή όσο φαίνεται. Κάθε φορά πάντως που βλέπω αυτές τις copy – paste πόζες, με την «τέλεια» ζωή και τις αφύσικα άψογες εικόνες, θυμάμαι ένα παλιό άρθρο του Ζάχου Χατζηφωτίου. Αυτός ο πραγματικός μπον βιβάν, με την αυθεντική καλή ζωή, όταν αυτή δεν γινόταν για να τη δείξουμε σε μια πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης, είχε γράψει πριν από μερικά χρόνια για έναν όμορφο Δεκαπενταύγουστο στο Μόντε Κάρλο της δεκαετίας του 1950. Οπως περιγράφει με τη γλαφυρή πένα του, το «παρών» στο πάρτι έδινε το μισό Χόλιγουντ, αριστοκράτες, πρίγκιπες και μανεκέν. Το αυγουστιάτικο φεγγάρι έπεφτε μέσα στη θάλασσα και φώτιζε τα πανάκριβα κότερα. Το κλου της βραδιάς ήταν όταν βγήκε να τραγουδήσει ζωντανά ο Φρανκ Σινάτρα. Η αποθέωση από το υψηλό κοινό ήταν τεράστια και η βραδιά μαγική. Ο Ζάχος Χατζηφωτίου ήταν, όπως περιγράφει ο ίδιος, μαζί με τον Ευτύχη Μουργινάκη, παλαιό του φίλο από την προπολεμική Κηφισιά, στέλεχος του Βασιλικού Ναυτικού και ήρωα του πολέμου, καθώς τη μέρα που μπήκαν οι Γερμανοί στην Αθήνα πήρε μαζί με ακόμα τέσσερις την κορβέτα «Νίκη» και την πήγαν στην Αλεξάνδρεια. Ο Μουργινάκης, λοιπόν, εν μέσω αυτού του πραγματικά ονειρικού σκηνικού, υπό τη φωνή του Φρανκ Σινάτρα, λέει στον Ζάχο: «Ε, ρε και να ήμασταν τώρα στην ταβέρνα του Καλοκαιρινού στην Πλάκα».
Νομίζω πως ο Μουργινάκης είχε κατακτήσει την πραγματική ευτυχία. Γιατί η ζωή είναι στην απλότητα. Και όποιος δεν μπορεί να το καταλάβει, μάλλον δεν θα μάθει ποτέ τι χάνει…