Πανδημία, Πυρκαγιές, Προσφυγιά. Σ’ αυτές τις τρεις λέξεις, με ίδιο το αρχικό τους γράμμα, το πι, δαπανούμε σε μεγάλο βαθμό τα συναισθήματα και τις σκέψεις μας ανώνυμοι και επώνυμοι. Γι’ αυτές κουβεντιάζουμε με τους φίλους, ακόμα κι αν τυχαίνει να έχουμε διαφύγει σε κάποιο νησί για να ξεκόψουμε από τον κόσμο και τις έγνοιες του. Και γύρω από αυτές στρέφονται οι ειδήσεις της κάθε ημέρας, που δεν μπορείς να τις αποφύγεις με το παλιό τέχνασμα, «κομμένη η εφημερίδα για δέκα μέρες, σβηστή κι η τηλεόραση, δεν βλέπω, δεν ακούω». Αν κρατάς κινητό, που κρατάς, κι αν είναι και έξυπνο, που μάλλον είναι, συνδέεσαι αναπόφευκτα με δεκάδες μικροπομπούς πληροφοριών. Μόνο σε ριάλιτι αποκλεισμού σε εξωτικά νησιά μπορείς να ζήσεις κάποιους μήνες δίχως να ξέρεις πώς πορεύεται ο κόσμος. Πώς αντέχεται, αν δεν είσαι κενόμυαλος;
Από κύμα σε κύμα, η πανδημία πάει να κλείσει δύο χρόνια. Λέγαμε θα περάσει γρήγορα το κακό, δεν θα πάνε άδικα οι καραντίνες μας. Μα δεν πέρασε. Χειροτερεύει. Ασχετα αν προχθές κλείναμε σαν χώρα με πεντακόσια ημερήσια κρούσματα, ενώ τώρα, επειδή η οικονομία έχει καταρρεύσει, διατηρούμε το κατάστημα ανοιχτό και με 4.000 κρούσματα τη μέρα. Ολα μια συνήθεια είναι. Κι ύστερα, όταν ακούς συνεχώς από τα κανάλια πως είμαστε εξαιρετικά προετοιμασμένοι για το ενδεχόμενο τέταρτου κύματος, ε, όσο να ’ναι παρηγοριέσαι. Βοηθάει άλλωστε πολύ και η πείρα των τριών πρώτων κυμάτων.
Και το κακό των πυρκαγιών που κατατρώνε το παρόν και το μέλλον μας είμαστε σίγουροι πως θα περάσει. Τελειώνει σε λίγο το καλοκαίρι, τουλάχιστον ημερολογιακά. Τι άλλο να καεί πια, ιδίως στην Αττική και στην Εύβοια; Πόσες φορές ακόμα θα αναζωπυρωθούν πυρκαγιές που υποτίθεται ότι τις σβήσαμε, αλλά και ότι παρακολουθούμε τα καμένα με χίλια μάτια, ηλεκτρονικά και ανθρώπινα, του Στρατού και της Αστυνομίας, που περιπολούν νυχθημερόν; Η απάντηση θα δοθεί όταν θα μάθουμε επισήμως γιατί τις μέρες της Βαρυμπόμπης δεν περιπολούσαν, έμφορτα μάλιστα, όπως προβλέπεται, τα αεροπλάνα που όφειλαν να βρίσκονται στον αέρα.
Και την προσφυγιά σαν ένα κακό τη βλέπουμε. Πλην όχι σαν κακό που το παθαίνουν όσοι ξεριζώνονται, αλλά σαν δικό μας. Και θέλουμε να περάσουν και οι πρόσφυγες. Να περάσουν όμως δίπλα από τη χώρα μας, είτε με σαπιοκάραβα μετακινούνται είτε με τα πόδια, και να φθάσουν στην ποθητή τους Ιταλία, Γερμανία, Σουηδία. Δίχως να μας βάλουν στον κόπο να τους επαναπροωθήσουμε με φιλόξενη αβρότητα στην απολύτως ασφαλή Τουρκία.