Υπάρχει κι αυτή η Ελλάδα

3' 20" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τον τελευταίο μήνα ξαναδιαβάζω τα Γραπτά του Περικλή Γιαννόπουλου, το «Νέον Πνεύμα», το «Εκκλησις προς το Πανελλήνιον Κοινό». Η σχέση μου μαζί τους έχει τις ρίζες της στην εφηβεία μου. Τη χρωστώ στον δάσκαλο Πέτρο Παπαδόπουλο, τον άνθρωπο που με έκανε να αγαπήσω τον Καμύ και τον Μαλρό σε μια περίοδο που ψάχναμε Λένιν και Μαρξ, noblesse oblige. Αυτός πρώτος ακούμπησε στο εφηβικό μου γραφείο μια έκδοση του «Γαλαξία» με τα έργα του Περικλή Γιαννόπουλου, «Η Ελληνική γραμμή και το ελληνικόν χρώμα». Τα συνόδευαν τα κείμενα των εφημερίδων που περιέγραφαν τον θάνατό του.

Ο Γιαννόπουλος αυτοκτόνησε τον Απρίλιο του 1910 στα νερά του Σκαραμαγκά. Εφιππος ώς εκεί που το άλογο δεν πατούσε, πυροβολήθηκε στον κρόταφο. Το άλογο γύρισε πίσω στην ακτή και το πτώμα του αυτόχειρα ξεβράστηκε δεκαπέντε ημέρες μετά σε μιαν ακτή της Ελευσίνας. Θεατρική αποχώρηση από τον κόσμο τούτο, όσο θεατρικό υπήρξε και το πέρασμά του. Με είχε εντυπωσιάσει τότε η αυτοκτονία του. Με είχαν εντυπωσιάσει εξίσου τα κείμενά του, η ιδιότροπη γλώσσα τους, η σύνθεση του θυμού με τον ενθουσιασμό για την Ελλάδα και το ελληνικό τοπίο. Θυμός για την αισθητική του «παλαβού φουστανελά» που βλέπει γύρω του. Ενθουσιασμός για τη γραμμή και το χρώμα του τοπίου. Σπάνιες πέτρες «Εν ανθηρώ Ελληνι λόγω», που θα έλεγε κι ο Εγγονόπουλος. «Γιατί δεν είναι ενθουσιασμένοι οι ζωγράφοι μας;» αναρωτιέται.

Ο Γιαννόπουλος έζησε στην Αθήνα της πρώτης δεκαετίας του εικοστού αιώνα. Καταγωγή από την Πάτρα, πέρασε από το Παρίσι και το Λονδίνο. Ενσάρκωσε με τα κείμενά του και τη ζωή του τον Ελληνα που απαιτούσε από την Ελλάδα αυτό που πίστευε ότι μπορούσε να προσφέρει και δεν πρόσφερε. «Τρικουπικαί ιδέαι, ιδέαι τραγικώς ξιπασμένου ευρωπαϊσμού. Δηλιγιαννικαί ιδέαι, ιδέαι αγνοτάτου κλεφτισμού» – έτσι για να πάρουμε μια ιδέα των ακραίων ελληνικών του. Μαζί με άλλα υπέροχα, όπως «εμείς, οι εξωφρενικότεροι των παλαβών της γης». Δεν ήταν πολιτικός, αν και συνδέθηκε με τον Στρατιωτικό Σύνδεσμο. Ομως αυτοκτόνησε μερικούς μήνες μετά το κίνημα στο Γουδί.

Το έργο του, η ζωή του και ο θάνατός του άφησαν βαθύ αποτύπωμα στην Ελλάδα του εικοστού αιώνα. Πρώτοι αναγνώρισαν την αξία του ο Γρηγόριος Ξενόπουλος και ο Βλάσης Γαβριηλίδης. Τον ενθουσιασμό του τον υιοθέτησε ο Σικελιανός. Η ακτινοβολία του σάρωσε τη γενιά του τριάντα. Σήμερα, αν ψάξετε τα έργα του στα βιβλιοπωλεία, θα δυσκολευτείτε να τα βρείτε. Η δική μας Ελλάδα τον έχει τακτοποιήσει στα ντουλάπια του εθνικισμού, μαζί με τον Ιωνα Δραγούμη και τόσους άλλους, κοινώς λογοκριμένος, αποδιοπομπαίος. Προς τιμήν τους, οι εκδόσεις Ελεύθερη Σκέψις έχουν εκδώσει έναν τόμο με τα Απαντά του.

Είπα να τον ξαναπιάσω έπειτα από χρόνια όταν, περπατώντας στον πευκώνα του Νεωρίου, στον Πόρο, μου ήρθε η μυρουδιά απ’ την καμένη Εύβοια. Αίσθημα πνιγμού. Σκέφτεσαι την αυτοανάφλεξη του πεύκου, σκέφτεσαι τους εμπρησμούς, όμως ό,τι κι αν σκεφτείς το καταπίνει η καταθλιπτική οσμή του καμένου. Ακόμη και «Οι Μαυρόλυκοι» του Πετσάλη-Διομήδη ξεκινούν με μια πυρκαγιά που την έβαλαν βοσκοί στην Ηπειρο. Ηταν στις αρχές του 19ου αιώνα.

Υπάρχει κι αυτή η Ελλάδα. Θυμωμένη με την Ελλάδα επειδή είναι ενθουσιασμένη με την Ελλάδα. Η Ελλάδα του Γιαννόπουλου, του Σικελιανού, του Σεφέρη, του Τσαρούχη και του Χατζιδάκι, η Ελλάδα που αγαπήσαμε. Αν θέλουμε να γιορτάσουμε τα διακόσια χρόνια της νεοελληνικής ύπαρξης, σ’ αυτούς πρέπει να τα αναζητήσουμε. Τα ρέστα ας τα κρατήσουν οι πανεπιστημιακοί. Ας μας λένε ό,τι θέλουν για τα συντάγματα, τις μπερμπαντιές του Καραϊσκάκη και τη διάνοιξη της διώρυγας της Κορίνθου. Ολ’ αυτά δεν παράγουν ούτε γραμμάριο αισθήματος.

Είμαστε Ελληνες. Μοιραζόμαστε το αίσθημα της γλώσσας, του τοπίου, της κοινής εμπειρίας που μεταφέρει η γλώσσα και το τοπίο. Γιορτάζουμε φέτος τα διακόσια χρόνια από τότε που αυτό το πρώτο πληθυντικό, «είμαστε», αποφάσισε να βγει από το σκοτάδι της ανυπαρξίας.

Περίμενα την αποθέωση αυτού του «είμαστε». Από τον Σολωμό και τον Κάλβο ώς τον Σεφέρη, τον Καβάφη, τον Θεοτοκά ή τον Τσάτσο. Ομως, δυστυχώς, για μια ακόμη φορά βρέθηκα αντιμέτωπος με τη διανοητική μας πενία.

Οι γιορτές για τα διακόσια χρόνια θα φύγουν σαν να μην πέρασαν. Γιατί; Επειδή δεν ανέδειξαν την «άλλη Ελλάδα». Την πνευματική Ελλάδα που σημάδεψε τα διακόσια χρόνια της ύπαρξής μας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή