Μουσική για να θυμάσαι

2' 6" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το 1960 ο Ελύτης έχει ολοκληρώσει το «Αξιον Εστί» και στο καφενείο του Λουμίδη προσεγγίζει τον Θεοδωράκη που πίνει τον καφέ του. Η ιστορία είναι γνωστή, την έχει αφηγηθεί πολλές φορές ο ίδιος ο συνθέτης. «Είναι το έργο της ζωής μου», λέει ο ποιητής στον μουσικό. Εχει δίκιο: το δουλεύει επί δέκα χρόνια, μαζί με τις «Εξι και Μία Τύψεις για τον Ουρανό», έργα που σε ιδιωτική τους κουβέντα στις 25 Αυγούστου του 1960 ο Σεφέρης και ο Λορεντζάτος θα συμφωνήσουν ότι είναι «ιερόσυλα». 

Η συνέχεια είναι ακόμα πιο γνωστή. Μάλλον, η συνέχεια είναι Ιστορία. Το ενδιαφέρον όμως έγκειται (και) κάπου αλλού. Ο, γνωστός για τον ελιτισμό του, Ελύτης ξέρει να αναγνωρίζει τη δυναμική του λαϊκού. Εχει ακούσει τον «Επιτάφιο» και, όπως λέει στον Θεοδωράκη εκείνη την ημέρα των καφέδων στου Λουμίδη, έχει ενθουσιαστεί. Ο Ελύτης δεν έχει μόνον ενθουσιαστεί. αλλά βλέπει και μπροστά, τόσο που να παραβλέπει τον λαϊκό ήχο και το μπουζούκι. Ισα ίσα, ίσως αυτό ακριβώς να είναι το στοιχείο που του έχει τραβήξει την περιέργεια.

Δεν τον ενοχλεί το μπουζούκι τον Ελύτη. Ή, κι αν τον ενοχλεί, δεν το παραδέχεται ανοιχτά και συμβιβάζεται χάριν ενός σημαντικότερου σκοπού. Αντίθετα, ο Σεφέρης αλλά και ο κομμουνιστής Ρίτσος αντιδρούν στο μπουζούκι.

Στους τόμους των «Ημερών» ο πρώτος, χρονολογικά μιλώντας, νομπελίστας της Ελλάδας εκφέρει απόψεις πάνω σε ακούσματά του: την 1η Συμφωνία του Μπραμς, το St. James Infirmary («το» τζαζ, όπως αποκαλεί το 1920 το αμερικανικό μουσικό ιδίωμα που όλοι σήμερα ξέρουμε ως «την» τζαζ) και σε άλλα τέτοια «υψηλά».

Ο δε Ρίτσος είναι, περισσότερο ίσως απ’ όλους, γνήσιο τέκνο της δυτικής λόγιας μουσικής. Ονειρεύτηκε καριέρα λυρικού ερμηνευτή στα νιάτα του και έγραφε σονάτες του σεληνόφωτος, απαγγέλλοντάς τες με μουσική υπόκρουση το ομότιτλο μπετοβενικό αριστούργημα.

Δεν τους βγήκε άσχημα ωστόσο το μπουζούκι, σε κανέναν από τους τρεις ποιητές. Πιο διορατικός (ή και πονηρός αν προτιμάτε), ο Ελύτης πήγε μόνος του και κυνήγησε την τύχη του. Και πέτυχε διάνα.

Οχι μόνον χάρη στο «Αξιον Εστί». Το 1964 ο Θεοδωράκης θα κυκλοφορήσει τις «Μικρές Κυκλάδες», μικρό κύκλο τραγουδιών, πιο ταπεινό έργο συγκριτικά με το επικό λαϊκό ορατόριο που είχε προηγηθεί. Εκεί όμως, στις «Μικρές Κυκλάδες», θα συμβεί ένα μικρό-μεγάλο έργο. Προσωπικά, κρατώ κυρίως τρία διαμάντια: «Του μικρού Βοριά», «Μαρίνα» και «Ο κήπος έμπαινε στη θάλασσα», όλα έξοχα τραγουδισμένα από τη Σούλα Μπιρμπίλη.
Υπάρχουν μουσικές που σε κάνουν να ξεχνάς. Και υπάρχουν μουσικές που σε κάνουν να θυμάσαι. Τι; Ο καθένας ας διαλέξει τη δική του μνήμη (ή μάλλον ας τον διαλέξει η δική του μνήμη). Η μουσική του Θεοδωράκη ανήκει σαφώς στη δεύτερη κατηγορία.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή