Το λαθρεμπόριο της γαλοπούλας

Το λαθρεμπόριο της γαλοπούλας

3' 47" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Κάθε φορά που επιστρέφω στην Αγγλία θεωρώ ότι οφείλω να εκμεταλλεύομαι το κάθε γραμμάριο που μου αναλογεί. Παλιότερα ταξίδευα ελαφριά. Τώρα είμαι εκείνη που εισπράττει πάντα το ίδιο σχόλιο: «Δεν θα έλεγα ότι ταξιδεύετε ελαφριά!». Το τιγκάρισμα της βαλίτσας έγινε συνήθεια η οποία εξελίχθηκε σε εμμονή. Μην πάει το μυαλό σας στον διπλάσιο όγκο ρούχων και καλλυντικών. Αυτά εκδιώχθηκαν για να αφήσω χώρο στα βρώσιμα. Στον πάτο βάζω σακουλάκια με όσπρια, στα τοιχώματα στέκουν τακτικά τα φαρμακευτικά πακέτα, ανάμεσα από τα ρούχα τοποθετώ τα εύθραυστα, όπως βαζάκια μελιού και ελιές. Πάνω πάνω ένα παντελόνι –για ξεκάρφωμα– καλύπτει τα ευπαθή μπισκότα για να μη θρυμματιστούν. Και επειδή ο χώρος προφανώς δεν μου αρκεί, πιάνω την αποσκευή του γιου μου, την αδειάζω μεθοδικά, θυμίζοντάς του ότι στην Αγγλία κάνει κρύο και τα σορτσάκια περιττεύουν. Εκεί ανάμεσα στο αθώο, παιδικό περιεχόμενο τοποθετώ τα «πολύτιμα»: δεκάδες σακουλάκια με ξηρούς καρπούς. Ο άντρας μου ενοχλημένος, σε κάθε ταξίδι ξεφυσάει, εννοείται ότι αρνείται κατηγορηματικά να μου παραχωρήσει χώρο και επιβλέπει προσεκτικά τα υπάρχοντά του μέχρι η αποσκευή του ν’ ανέβει στον ιμάντα. Αυτή τη φορά μου είπε: «Τώρα έχουν αλλάξει τα πράγματα στην Αγγλία… Ελεάννα» για να καταλήξει στο ότι: «Θα χαρώ πολύ να σε κλείσουν μέσα για λαθρεμπόριο». Δεν με αποθάρρυνε, απλώς γέννησε τη σκέψη ότι ίσως πρέπει να σχεδιάσω μια ειδική αποσκευή με διπλό πάτο και τοιχώματα. Απορροφημένη στη σκέψη μου πρώτα άκουσα πριν δω το σφράγισμα του διαβατηρίου. Είναι γεγονός, πράγματι, πολλά άλλαξαν πλέον για τα ταξίδια στην Αγγλία.

Εάν τα πρώτα χρόνια της διαμονής στην Αγγλία το κουβάλημα όλων των ελληνικών προϊόντων ήταν υπερβολή, σήμερα το λέω αναγκαιότητα. Δικαιώθηκα! Πήγα στο σούπερ μάρκετ και κάποια ράφια ήταν πεντακάθαρα και κενά. Η τελευταία φορά που ήταν τόσο άδεια ήταν το 1983. «COVID-19», μου είπε συνωμοτικά ο διπλανός μου που κοιτούσε το ίδιο ράφι με τα απόντα αναψυκτικά. «Brexit», του απάντησα. Και τότε κατάλαβα ότι όποιος δεν θέλει να καταλάβει, δεν καταλαβαίνει. Στο κεντρικό Λονδίνο της τακτοποιημένης ευμάρειας είναι κάποιοι που αρνούνται να δουν την απόλυτη αναγνώριση της ψήφου υπέρ της αποχώρησης από την Ε.Ε. Τα ράφια χάσκουν άδεια γιατί δεν υπάρχουν οδηγοί να μεταφέρουν τα προϊόντα. Πριν από την πανδημία και το Brexit υπήρχαν 600.000 φορτηγατζήδες στη χώρα, εκ των οποίων οι 85.000 ήταν ανενεργοί και οι 100.000 ήταν Ευρωπαίοι μετανάστες. Ελειπαν ήδη 60.000 οδηγοί για την εύρυθμη λειτουργία της διανομής σε ένα επάγγελμα που βασίζεται σε γρήγορους ρυθμούς αντικατάστασης. Τα λοκντάουν ευθύνονται αποκλειστικά για τις χαμένες περιόδους εκπαίδευσης και τις εξεταστικές και είχαν ως αποτέλεσμα να δοθούν μονάχα 15.000 νέες επαγγελματικές άδειες.

Η μαζική έξοδος των μεταναστών που δούλευαν πίσω από το τιμόνι με μισθό της πείνας πάγωσε την κατάσταση. Οι ανενεργοί Αγγλοι οδηγοί, που μέχρι σήμερα αρνούνταν να δουλέψουν με τις ίδιες αποδοχές, όχι επειδή ήταν βολεμένοι και τεμπέληδες, απλώς γιατί ο μισθός ήταν αναξιοπρεπής ήρθαν μπροστά και ξαναδιαπραγματεύονται τους όρους και τις συνθήκες εργασίας. Διάβασα μια συνέντευξη ενός οδηγού και σας μεταφέρω τα υπογραμμισμένα. Διασχίζει την Ευρώπη με ένα όχημα 44 τόνων. Του είπαν ότι χρειάζεται πάντα να έχει μαζί του υγρά μαντίλια, πλαστικές σακούλες, μαξιλάρι, κουβέρτα και ένα δοχείο για να πλένει τα χέρια του. Οταν δεν οδηγεί, κοιμάται, τρώει, πλένεται στην καμπίνα και ο μισθός του είναι 11,80 λίρες την ώρα. Του είπαν επίσης ότι εάν δεν θέλει τη δουλειά υπάρχουν άλλοι εβδομήντα στη σειρά που τη χρειάζονται. Ενα ευτελές ποσό και μια έλλειψη σεβασμού στον άνθρωπο για την ευθύνη και την επικινδυνότητα ενός επισφαλούς επαγγέλματος.

Σε ένα τραχύ σύστημα που αξιολογεί διαφορετικά τα χειρωνακτικά επαγγέλματα και τα επαγγέλματα του μυαλού, τώρα, που στέρεψε η πηγή της «ευέλικτης εργασίας» όπως αποκαλούσαν κομψά οι εργοδότες την καπηλεία, είναι μια τεράστια νίκη επαναπροσδιορισμού της αξιοπρέπειας. Ας αλλάξουν τα δεδομένα κι ας λείπουν βασικά προϊόντα από την αγορά που μέχρι τώρα στηριζόταν σε ένα στοκ εργασίας της εκμετάλλευσης απλώς για να εξυπηρετεί τη βολή και την αφθονία του μεσοαστικού Λονδίνου.

Πίσω στα δικά μας. «Τα Χριστούγεννα απειλούνται με ακύρωση λόγω έλλειψης προϊόντων», μου δήλωσε ο άντρας μου δείχνοντάς μου το πρωτοσέλιδο. «Μην ανησυχείς, έχουμε τα δικά μας προϊόντα. Θα φέρω μουστάρδες, θα φέρω και γαλοπούλα. Εχε μου εμπιστοσύνη, δεν θα πεινάσεις όσο είσαι μαζί μου». «Θα τη μεταφέρεις ζωντανή τη γαλοπούλα;», ρώτησε ξεφυσώντας και ρολάροντας τα μάτια. «Θα τη φέρω ως κατοικίδιο». Για να εισαγάγουμε κατοικίδιο πρέπει να πετάξουμε στο Παρίσι, και να συνεχίσουμε με τον ίδιο τρόπο που ταξίδευαν τον 19ο αιώνα, με τρένο. Να επιβιβαστούμε στον συρμό και να αποβιβαστούμε σε αυτή τη χώρα που βρίσκεται γεωγραφικά τόσο κοντά και ψυχικά τόσο μακριά από την Ευρώπη.

* Η κ. Ελεάννα Βλαστού είναι συγγραφέας και ζει στο Λονδίνο.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή