Ορισμένα γεγονότα βίαιης εφηβικής παραβατικότητας, όπως ο ξυλοδαρμός –χωρίς σοβαρό λόγο- ενός σταθμάρχη στον ηλεκτρικό σιδηρόδρομο από δύο νεαρά αδέλφια 15 και 17 ετών τον Ιανουάριο 2021 στην Ομόνοια, δημιουργούν την εντύπωση ότι η βία έχει αρχίσει να γίνεται πλέον ενδημική στη ζωή των εφήβων μας. Πόσο ευσταθεί, όμως, αυτή η εντύπωση;
Είναι βέβαια γεγονός ότι οι εκδηλώσεις βίας είναι μέρος της ζωής των εφήβων: Η σκέψη τους χαρακτηρίζεται από στοιχεία ιδεαλισμού, αλλά και ριζοσπαστισμού, από μια γενικότερη δηλ. τάση «να αλλάξουμε τον κόσμο και να τον αλλάξουμε τώρα». Υπάρχει έτσι στον έφηβο η διάθεση ν’ αμφισβητεί την εξουσία και να αντιδρά, έστω και με τη βία, τόσο απέναντι στους φορείς της όποιας εξουσίας (γονείς, δασκάλους, αστυνομικούς, κρατικά όργανα εν γένει), όσο και απέναντι στην κυρίαρχη ιδεολογία της κοινωνίας. Συχνή είναι και η στράτευση του εφήβου σε ακραίες οργανώσεις, κινήματα και ομάδες (π.χ. χούλιγκανς). Ωστόσο αυτή είναι απλώς μια παροδική κατάσταση, η οποία με την ενηλικίωση του εφήβου εξομαλύνεται πλήρως, εφόσον βέβαια δεν υπάρξουν λανθασμένες αντιδράσεις στη διαχείρισή της. Επομένως, ο αρνητισμός του εφήβου, που συνδέεται άλλωστε με τη διαδικασία για την ωρίμασή του και την απόκτηση μιας «ταυτότητας» (Erikson), δεν είναι κατά κανόνα κάτι το ανησυχητικό.
Υπάρχουν όμως σημαντικές διαβαθμίσεις στη βίαιη επιθετικότητα των εφήβων, ανάλογα με τη γενικότερη περιρρέουσα κοινωνική ατμόσφαιρα, αλλά και ανάλογα με το ειδικότερο οικογενειακό ή άλλο περιβάλλον μέσα στο οποίο αναπτύσσεται ο έφηβος. Συγκεκριμένα:
Το κοινά αποδεκτό σύστημα αξιών της κοινωνίας, όπως αυτό διαχέεται στα επιμέρους μέλη της, συγκροτεί εν τέλει τους κανόνες εκείνους που διασφαλίζουν την προαγωγή της κοινωνικής συμβίωσης και της ευνομίας. Η αμφισβήτηση των κανόνων αυτών, έστω και αν είναι απαραίτητη για την προσαρμογή της κοινωνίας στις νέες εκάστοτε περιστάσεις, προκαλεί όμως, σε ένα πρώτο στάδιο, καταστάσεις ανομίας και κοινωνικής αποσταθεροποίησης που εκτρέφουν την εγκληματικότητα (Durkheim, Merton). Μάλιστα η βία, όταν γίνεται στοιχείο της καθημερινότητας και υπερπροβάλλεται από τα μέσα ενημέρωσης και κοινωνικής δικτύωσης, δημιουργεί στο ευρύτερο κοινό, αλλά ιδίως στους νέους, έναν εθισμό που συντηρεί και αυξάνει τη βίαιη εγκληματικότητα.
Όμως, ανάλογα συμβαίνουν όταν η βία διεισδύει στο ειδικότερο περιβάλλον των εφήβων και βρίσκει εκεί πρόσφορο έδαφος ανάπτυξης. Πότε όμως συμβαίνει αυτό; Οπως είχα την ευκαιρία να αναπτύξω σε μελέτη μου στον Τιμητικό Τόμο Γεωργίου Μιχαηλίδου-Νουάρου, όταν οι γονείς είναι υπερπροστατευτικοί, αδιάφοροι ή επιθετικοί με το παιδί τους ή και μεταξύ τους (ενδοοικογενειακή βία), όταν οι δάσκαλοι περιορίζονται σε μια ξερή αναπαραγωγή γνώσεων, χωρίς να διαμορφώνουν προσωπικότητες και να εμφυσούν ιδανικά, και όταν ακόμη, σε ένα επόμενο στάδιο, οι νέοι μας –δίχως άρτιο γνωσιακό εξοπλισμό και όραμα- αποδύονται στον αγώνα να βρουν απλώς κάποια –οποιαδήποτε!- εργασία για να επιβιώσουν, τότε η μοιραία εξέλιξη είναι κάποιοι από αυτούς, οι πλέον ευάλωτοι, να καταλήγουν σε ατραπούς παραβατικότητας (θεωρία της θεσμικής δυσλειτουργίας). Στην πορεία τους αυτή είναι άλλωστε βέβαιο ότι θα συναντήσουν και άλλους νέους με αντίστοιχα οικογενειακά, σχολικά ή και εργασιακά προβλήματα. Αποτέλεσμα: Θα συμπήξουν όλοι μαζί παραβατικές ομάδες και θα επιχειρήσουν έτσι να διεκδικήσουν μιαν «αρνητική ταυτότητα» στην παρανομία, αντί για τη θετική ταυτότητα που δεν μπόρεσαν να αποκτήσουν.
Είναι βέβαιο ότι οι πιο πάνω δυσλειτουργίες των κοινωνικοποιητικών θεσμών επιδεινώθηκαν κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης και της πανδημίας των τελευταίων ετών, έχοντας αντίστοιχες επιπτώσεις και στην παραβατικότητα, τουλάχιστον σε αυτήν που καταγράφεται στις αστυνομικές στατιστικές και που δίνει μια πρώτη εικόνα. Πράγματι, εάν συγκρίνει κανείς τα στοιχεία της Στατιστικής Επετηρίδας Ελληνικής Αστυνομίας του 2000 με τα πλέον πρόσφατα του 2020 (http://www.astynomia.gr/images/stories/2021/files21/05062021statistika.pdf σελ. 55 επ.) ως προς τα καταγγελθέντα ή διαπιστωθέντα αδικήματα εφήβων 13-17 ετών, εντύπωση προκαλούν κατά τα τελευταία αυτά είκοσι χρόνια δύο δεδομένα: Η αυξητική τάση της παραβατικότητας και συνάμα η ποιοτική διαφοροποίηση αυτής της παραβατικότητας προς περισσότερο βίαιες μορφές. Η μεγάλη αύξηση αφορά, προπάντων, στα βίαια εγκλήματα, όπως οι ανθρωποκτονίες από πρόθεση (από 7 το 2000 σε 16 το 2020), οι βιασμοί (από 6 σε 32) και ιδίως οι ληστείες (από 62 σε 476). Επίσης έντονη αύξηση παρατηρείται στις παραβάσεις της νομοθεσίας για προσβολές κατά της πολιτειακής εξουσίας – ά. 167 επ. ΠΚ (από 11 σε 227), κατά της δημόσιας τάξης –ά. 183 επ. ΠΚ (από 6 σε 196) και της νομοθεσίας περί όπλων (από 29 σε 330). Ανάλογες αυξητικές τάσεις εμφανίζουν και οι «τυπικές» νεανικές παραβάσεις για κλοπές (από 883 σε 2.403), για σωματικές βλάβες με πρόθεση (από 55 σε 349) και της νομοθεσίας περί ναρκωτικών (από 330 σε 440).
Για την αντιμετώπιση αυτής της κατάστασης απαιτείται βεβαίως η ενίσχυση και καλύτερη λειτουργία των κοινωνικοποιητικών θεσμών, σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν ανωτέρω. Κυρίως όμως χρειάζεται η εδραίωση ενός συστήματος κανόνων και αξιών που θα αποτελεί για όλους, και κυρίως για τους νέους μας, τον οδικό χάρτη της κοινωνίας.
* Ο κ. Νέστωρ Ε. Κουράκης είναι καθηγητής Νομικής στα Πανεπιστήμια Αθηνών και Λευκωσίας και τακτικό μέλος της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Επιστημών και Τεχνών.