Το εγκώμιο των βρώμικων πόλεων

Το εγκώμιο των βρώμικων πόλεων

4' 1" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ανοίγω τον υπολογιστή και μπαίνω όπως κάθε μέρα στους Times. Πέφτω πάνω στη συνέντευξη του Stephane Bern, ετών 58. Δεν έχω ιδέα ποιος είναι. Πληροφορούμαι ότι είναι ο γνωστότερος Γάλλος υποστηρικτής της πολιτισμικής κληρονομιάς και, κυρίως, ότι δεν αντέχει άλλο τον σκουπιδότοπο στον οποίο ζει. «Μέχρι εδώ!» δηλώνει, «τον επόμενο μήνα μετακομίζω από το διαμέρισμα στην Πιγκάλ στην άπλα της εξοχής». Εχει ανεχθεί αρκετά τις τρύπες στους δρόμους, τη διαρκή ηχορρύπανση των εργοταξίων, το κυκλοφοριακό χάος, που δημιουργεί μια συνεχόμενη ένταση. Το Παρίσι γίνεται όλο και πιο άσχημο, πιο βρώμικο, πιο επικίνδυνο, πιο απολίτιστο. «Παρατηρήστε απλώς πώς μιλούν οι πολίτες ο ένας στον άλλον!» εξανίσταται. «Ολοι είναι βίαιοι, η πόλη είναι άναρχη. Τα αυτοκίνητα εναντίον των πεζών, τα μηχανάκια εναντίον των ποδηλάτων, τα δίκυκλα εναντίον όλων. Ο πόλεμος των τροχών είναι ανυπόφορος!». «Πού πήγαν τα παγκάκια του 19ου αιώνα;». «Πού πήγε η Πόλη του Φωτός;» αναρωτιέται περίλυπος.

Αλήθεια τώρα; Πήγαν κάπου; αναρωτιέμαι. Η πόλη είναι πανέμορφη. Τα παγκάκια απ’ όσο θυμάμαι ήταν πράγματι ωραιότατα, κάπως άβολα όμως, με ανατομικό σχεδιασμό του 19ου αι. Οσο για την καθαριότητα της πόλης, πιο πολλά φιλικά ποντίκια δεν έχω συναντήσει στη ζωή μου, monsieur Bern. Την εποχή εκείνη μπαίναμε στα καφέ και όλο το πάτωμα ήταν σκουπιδότοπος, διέσχιζες και βούλιαζες σε ένα παχύ στρώμα από γόπες. Ζητούσες τασάκι και σου έδειχναν αγέλαστοι, σχεδόν θυμωμένοι για την ενόχληση της ερώτησης και το προφανές της απάντησης, το πάτωμα. Οι Παριζιάνοι, άλλωστε, δεν φημίζονται για την αβρότητα των τρόπων τους, ούτε για τη λεπτότητα των συνδιαλλαγών. Κατά τη διάρκεια της διαμονής μου, στους περιπάτους μου ήμουν σε επαγρύπνηση. Χρειαζόταν σβελτάδα για να προσπεράσω αμέτρητα περιττώματα, που τα αποκαλούν χαριτωμένα «λουκάνικα για το απεριτίφ». Είχα την τιμή να μετρήσω ακούσια πολλά οπίσθια, καθώς ο αντρικός πληθυσμός θεωρεί αποδεκτό να ουρεί σε έναν τοίχο. Είδα πληθώρα γεννητικών οργάνων στις πιο ανύποπτες και αχρείαστες στιγμές. Δεν ζούσα, βέβαια, στη Πιγκάλ, αλλά υπάρχουν παλιότερα ντοκουμέντα. Εχουμε δει πίνακες που απεικόνισαν με ενάργεια το 9ο παρισινό διαμέρισμα και τους κατοίκους του. Δεν το έχουμε αποτυπώσει ως ευπρεπές και εύτακτο. Εχουμε διαβάσει επίσης και τους «Αθλίους» του Ουγκώ, που τα περιγράφει αναλυτικότατα.

Αποφασίζω να γράψω σχόλιο στην ηλεκτρονική σελίδα της εφημερίδας κάτω από το άρθρο του monsieur Bern: «Πραγματικά, πρέπει να είναι δύσκολο να ζεις στο Παρίσι! Μια ανθρώπινη χωματερή είναι οι πόλεις, monsieur Bern, αυτό που ήταν πάντα. Οι πόλεις ξηλώνονται, χτίζονται, μυρίζουν, κινούνται, ζητιανεύουν, στοιβάζουν, φοβίζουν. Αυτός είναι ο ορισμός της πόλης. Παρ’ όλα αυτά τις αγαπούμε και βλέπουμε ομορφιά στις πόλεις. Σε κάθε περίπτωση είστε ελεύθερος να ζήσετε όπου θέλετε, δεν χρειάζεται να μας το δηλώνετε. Οταν πλήξετε όμως στη νυσταλέα γαλλική εξοχή, δεν σας θέλουμε πίσω!». «Είστε βεβαία ότι θέλετε το σχόλιο να δημοσιοποιηθεί;». Βλέπω την ένδειξη, πατάω «ναι» και αλλάζω σελίδα.

Παρότι οι σελίδες των εφημερίδων γεμίζουν με θέματα όπως η επιστροφή του ξεφαντώματος, oι πολίτες ακόμη μοχθούν. Eίτε για να αντεπεξέλθουν είτε για να σωθούν.

Πόσο ατυχής στιγμή για τέτοιες δηλώσεις όπως αυτή του monsieur Bern, σκέφτομαι. Παρότι οι σελίδες των εφημερίδων γεμίζουν με θέματα όπως η επιστροφή του ξεφαντώματος, προσδοκώντας προφανώς οι δημοσιογράφοι την επιστροφή των πάρτι, οι πολίτες ακόμη μοχθούν. Είτε για να αντεπεξέλθουν είτε για να σωθούν. Ολοι προσπαθούν να βρουν βηματισμό, στραμπουληγμένοι στις ευάλωτες πόλεις που ακόμη τρεκλίζουν. Το ιατρικό και το νοσηλευτικό προσωπικό παλεύει, οι άνεργοι ψάχνουν ακόμη εργασία στα ολισθηρά αστικά κέντρα που ξεγλιστρούν από μια υφέρπουσα απειλή κλεισίματος. Και όλοι να πρέπει να ανέχονται τις προγραμματικές γνωστοποιήσεις των υπ’ ατμόν προνομιούχων. Ο κόσμος, διαβάζω, δεν μπαίνει καν στον κόπο να ακυρώσει τις κρατήσεις στα εστιατόρια. Η παρατεταμένη αντικοινωνικότητα μας έστειλε σε χειμερία νάρκη. Οι άνθρωποι δεν κουνιούνται από το σπίτι μια βροχερή, κρύα ημέρα. Κατά τη διάρκεια μιας εβδομάδας, χίλιοι πελάτες δεν εμφανίστηκαν –ενδεχομένως στέλνοντας στη χρεοκοπία– σε δώδεκα εστιατόρια της πρωτεύουσας. Το 15% των αγορασμένων εισιτηρίων για πολιτιστικά και αθλητικά δρώμενα απλώς πετιέται. Τα θετικά νέα, όμως, για την ιδιοσυγκρασία του έθνους ήρθαν από την περιφέρεια, με την πρώτη χιονοθύελλα. Σε μια παμπ που βρίσκεται στο ψηλότερο σημείο της χώρας, 62 άνθρωποι και τέσσερα κατοικίδια αποκλείστηκαν για τρεις ημέρες. Ηπιαν μπίρες, έπαιξαν επιτραπέζια και τραγούδησαν καραόκε. Προσήλθαν άγνωστοι, βγήκαν οικογένεια. Ανανέωσαν το ραντεβού τους για την επόμενη χρονιά. Μια θαμώνας, μάλιστα, δήλωσε ότι ήταν οι καλύτερες μέρες της ζωής της και επ’ ουδενί δεν επιθυμεί να επιστρέψει στο σπίτι της.

Αυτό διάβασα και με αναπτερωμένη διάθεση ξαναεπισκέφθηκα τη σελίδα όπου είχα αφήσει το σχόλιο. Και τότε ανακαλύπτω ότι με έχουν τρολάρει. Διαβάζω: «O monsieur Bern μπορεί να ζήσει αν θέλει στην υγιεινή εξοχή. Η madame Vlastou είναι προφανώς ένας ακόμα παρατεταμένα εκνευρισμένος ποντικός της πόλης». Αναγνωρίζω το όνομα, αναγνωρίζω και το επώνυμο. Γνωρίζω από ποιον υπολογιστή, τη θέα από το παράθυρο, ακόμη και το σημείο στο οποίο κάθισε για να γράψει το μήνυμα. Τον ξέρω. Βρίσκεται στον επάνω όροφο. Αναγνώστες, τον έχω παντρευτεί.

* Η κ. Ελεάννα Βλαστού είναι συγγραφέας και ζει στο Λονδίνο.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή