Το συναισθηματικό φορτίο των ιστορικών επετείων

Το συναισθηματικό φορτίο των ιστορικών επετείων

Ο αναστοχασμός του παρελθόντος, είτε αυτό μας αφορά προσωπικά είτε συλλογικά, ενισχύεται σημαντικά από την επετειακή του διάσταση

2' 59" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο αναστοχασμός του παρελθόντος, είτε αυτό μας αφορά προσωπικά είτε συλλογικά, ενισχύεται σημαντικά από την επετειακή του διάσταση. Οι κάθε λογής επέτειοι αποτελούν την αφορμή για νέες αναγνώσεις του παρελθόντος, συμβάλλοντας έτσι στην αυτογνωσία και την ενίσχυση της αυτοπεποίθησής μας. Μήπως όμως θα μπορούσαν να λειτουργήσουν και αποτρεπτικά ως προς τους στόχους αυτούς;

Ας δούμε πρώτα τα θετικά. Η επέτειος των διακοσίων χρόνων της Επανάστασης μπορεί να επισκιάστηκε, όπως ήταν άλλωστε φυσικό, από την πανδημία, άφησε όμως ένα βαθύτερο αποτύπωμα που δεν είναι άμεσα αντιληπτό. Οργανώθηκαν σημαντικές δραστηριότητες και εξαιρετικές εκθέσεις και, το κυριότερο, αναθερμάνθηκε η ιστορική έρευνα. Δημοσιεύθηκαν επίσης ορισμένα σημαντικά έργα που θα αφήσουν βαθύτερα ίχνη στη συλλογική μας συνείδηση και θα συμβάλουν στο να γίνει πολύ πιο ουσιαστική η αντίληψή μας για αυτό το εμβληματικό γεγονός της Ιστορίας μας.

Ποια είναι όμως η άλλη πλευρά του νομίσματος; Θα έλεγα ότι αφορά το γεγονός πως κάθε επέτειος τείνει να κουβαλάει πάνω της ένα πολύ συγκεκριμένο συναισθηματικό φορτίο. Το 1821, για παράδειγμα, συνοδεύεται σχεδόν αυτόματα από τη διάσταση του ηρωισμού και της ανδραγαθίας. Αντίθετα, το 1922 κουβαλάει την αίσθηση της απώλειας και της καταστροφής. Ταυτίζεται σχεδόν αυτόματα στο μυαλό μας με την εικόνα της φλεγόμενης Σμύρνης. Προφανώς το φορτίο αυτό δεν είναι σε καμία περίπτωση αυθαίρετο. Το αποτέλεσμα όμως είναι να προκρίνεται σχεδόν χωρίς δεύτερη σκέψη μια μονολιθική ερμηνεία. Οπως το 2021 επιβαλλόταν να πανηγυρίζουμε, έτσι φοβάμαι πως το 2022 θα χρειαστεί να μπούμε σε καθεστώς μόνιμης κατάθλιψης για τον ξεριζωμό και τις χαμένες πατρίδες.

Τείνουμε να αγνοούμε ή να προσπερνάμε τη σύνδεση του 1821 με το 1922. Ουσιαστικά, το πρώτο οδήγησε στο δεύτερο.

Γιατί όμως είναι αυτό αρνητικό; Ο λόγος είναι πως ακόμα και μεγάλες εθνικές καταστροφές, όπως το 1922, εμπεριέχουν πολλαπλές διαστάσεις. Για να το αντιληφθούμε αυτό αρκεί να σκεφτούμε πως η υποδοχή και ενσωμάτωση των προσφύγων μετά το 1922-23 συνιστά ένα εντυπωσιακό επίτευγμα, όπως αντίστοιχης σημασίας επίτευγμα υπήρξε η εγκατάστασή τους στη Μακεδονία. Εχουμε δηλαδή να κάνουμε εδώ με ένα ιστορικό περιεχόμενο εξαιρετικής σημασίας, που όμως έχει περάσει σε δεύτερο πλάνο – και αυτό εξαιτίας του επετειακού φορτίου της επετείου. Παράλληλα, τείνουμε να αγνοούμε ή να προσπερνάμε τη σύνδεση του 1821 με το 1922. Ουσιαστικά, το πρώτο οδήγησε στο δεύτερο. Πράγματι, η Ελληνική Επανάσταση υπήρξε το πρώτο βήμα σε μια διαδικασία αντικατάστασης μιας πολυεθνικής αυτοκρατορίας με ένα μωσαϊκό εθνικών κρατών, που ολοκληρώθηκε με τη μετάλλαξη των Οθωμανών σε Τούρκους το 1922. Η αναγνώριση της σύνδεσης αυτής φωτίζει πολλές πλευρές της σημερινής πραγματικότητας και πιστεύω πως θα μπορούσε να συμβάλει, αν διαδιδόταν ευρύτερα και στις δύο όχθες του Αιγαίου, στην προσπάθεια για την επίτευξη μιας ειρηνικής συνύπαρξης με τη γειτονική χώρα.

Μια λιγότερο ορθόδοξη επετειακή προσέγγιση θα ενίσχυε, επομένως, την εθνική μας αυτογνωσία. Αυτό μπορούμε να το διαπιστώσουμε ακόμη πιο καθαρά σε μια δεύτερη φετινή επέτειο: την εικοστή επέτειο της εισόδου της Ελλάδας στην Οικονομική Νομισματική Ενωση και την υιοθέτηση του ευρώ. Ηδη, η επέτειος αυτή έχει αγνοηθεί στη χειρότερη περίπτωση ή έχει υποτιμηθεί στην καλύτερη – για να χρησιμοποιήσω μια νομισματική μεταφορά. Ο λόγος είναι προφανής και έχει να κάνει με το τραυματικό φορτίο της κρίσης του μνημονίου που κυριάρχησε την προηγούμενη δεκαετία. Και εδώ όμως η επιταγή του αναστοχασμού επιβάλλει την υπενθύμιση και την επανεκτίμηση της σημασίας του στόχου αυτού που έθεσε και πέτυχε η χώρα το 2002. Βέβαια, κάτι τέτοιο απαιτεί μια μεγάλη προσπάθεια εξήγησης της σημασίας του βήματος αυτού. Ξεπροβάλλει, έτσι, με ιδιαίτερη σαφήνεια η σημασία της διεύρυνσης της αντίληψης των ιστορικών επετείων σε σχέση με το συναισθηματικό φορτίο που τις συνοδεύει.

* Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης, κάτοχος της έδρας Gladstone στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή