Ο κ. Μασκ και τα διλήμματα της αγοράς και της οικονομίας

Ο κ. Μασκ και τα διλήμματα της αγοράς και της οικονομίας

4' 45" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ας δούμε μερικά στοιχεία: Η καθαρή χρηματιστηριακή θέση του Ελον Μασκ, ιδρυτή της πρώτης εταιρείας παραγωγής ηλεκτρικών αυτοκινήτων (Tesla), ξεπέρασε στα τέλη Οκτωβρίου του 2021 τα 300 δισ. δολ., καθιστώντας τον τον πρώτο άνθρωπο στον πλανήτη που έφτασε σε αυτό το ορόσημο (Δείκτης Bloomberg). Λιγότερες από 50 χώρες έχουν μεγαλύτερο ετήσιο ΑΕΠ βάσει των στοιχείων του ΔΝΤ (Οκτ. 2021). Πιο εντυπωσιακός είναι ο ακόλουθος υπολογισμός: Αν κάποιος αποταμίευε 100.000 δολ. κάθε μέρα για 3.000 χρόνια, ο τραπεζικός του λογαριασμός θα έδειχνε σήμερα καταθέσεις 109 δισ. δολ. (χωρίς τους τόκους).

Σύμφωνα με το Bloomberg, οι 10 πλουσιότεροι άνθρωποι το 2021 πρόσθεσαν 402 δισ. δολ. στην καθαρή τους αξία. Μόνο ο Musk πρόσθεσε 121 δισ. δολάρια. Το πιο εκπληκτικό, ωστόσο, είναι το γεγονός ότι η Tesla δεν είχε ποτέ καταγράψει κερδοφορία από την ίδρυσή της το 2003 μέχρι το 2019 (κατέγραψε κέρδη –ύψους 721 εκατ. δολ.– για πρώτη φορά το 2020). Τον δρόμο που άνοιξε ο Musk ακολούθησαν –έστω και με κάποια απόσταση– επίσης οι μεγαλομέτοχοι άλλων εταιρειών υψηλής τεχνολογίας, επικοινωνίας και ψηφιακής εμπορίας προϊόντων και υπηρεσιών.  

Η χρηματιστηριακή αξία των εισηγμένων στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης εταιρειών στο τέλος του 2021, και ενώ η πανδημία βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη, ξεπέρασε κατά μέσον όρο το 210% του ΑΕΠ της Αμερικής. Το 2015 ήταν 137% και το 2018 ήταν 147%.

Το 1% του παγκόσμιου πληθυσμού κατέχει σχεδόν το ήμισυ του παγκόσμιου πλούτου

Ταυτόχρονα, διάφορα αξιόπιστα οικονομικά ιδρύματα (ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα, Ερευνητικό Ινστιτούτο της Credit Suisse) επιβεβαιώνουν μια νέα πραγματικότητα που σταδιακά εδραιώνεται την τελευταία δεκαετία και η οποία επιδεινώθηκε επικίνδυνα τα τελευταία δύο χρόνια λόγω των ιδιαιτεροτήτων της πανδημίας. Σε πολύ γενικές γραμμές, τόσο οι δισεκατομμυριούχοι όσο και οι πολυεκατομμυριούχοι αύξησαν την τελευταία διετία την περιουσία τους κατά 18% και 16%, αντίστοιχα. Το 1% του παγκόσμιου πληθυσμού κατέχει σχεδόν το ήμισυ του παγκόσμιου πλούτου. Στον αντίποδα, υπολογίζεται πως 3 δισ. άνθρωποι παγκοσμίως, ήτοι το 55% του ενήλικου πληθυσμού, διαθέτουν περιουσιακά στοιχεία κάτω των 10.000 δολαρίων. Η έκθεση της Credit Suisse καταλήγει ότι η διεύρυνση των εισοδηματικών ανισοτήτων διαπερνά την πλειοψηφία των χωρών, τόσο σε εθνικό επίπεδο όσο και μεταξύ πλούσιων και φτωχών χωρών.

Αυτά τα στοιχεία χρήζουν σχολίων. Ιστορικά οι αποτιμήσεις των αξιών υπολογίζονταν από την ετήσια κερδοφορία τους και τα συσχετισμένα πολλαπλάσια. Σήμερα όμως οι αποτιμήσεις καθοδηγούνται από κερδοσκοπικά κίνητρα, τις προοπτικές της αγοράς, ακόμη και από πολιτικές μάρκετινγκ. Ποτέ άλλοτε δεν υπήρχαν τέτοιου μεγέθους αποκλίσεις μεταξύ της οικονομικής πραγματικότητας και των χρηματιστηριακών αξιών.

Παραδοσιακά, η συνεισφορά της εργασίας ήταν ένας σημαντικός παράγοντας για τη δημιουργία αξίας, προστιθέμενης αξίας, πιο συγκεκριμένα. Τώρα προχωράμε, απροσδόκητα γρήγορα, σε μια σημαντική αλλαγή. Η τεχνητή νοημοσύνη και ο αυτοματισμός απαξιώνουν τη συνεισφορά της εργασίας. Οι νέες μέθοδοι παραγωγής, βασιζόμενες σε νέες τεχνολογίες, αύξησαν δυσανάλογα την κερδοφορία και, κατ’ επέκταση, τις μετοχικές αξίες. Οι μη συμμετέχοντες στο «παιχνίδι» αυτό –το παραδοσιακό εργατικό δυναμικό δηλαδή– δεν έχουν κέρδη να καταγράψουν. Το συμπέρασμα προφανές: τα τελευταία χρόνια έχουμε μια σταθερή αύξηση της συγκέντρωσης και ανισοκατανομής πλούτου, με δυσοίωνες επιπτώσεις και προοπτικές για το μέλλον της μισθωτής εργασίας.

Αντιμετωπίζουμε ένα νέο παράδοξο. Αυξημένη παραγωγή πλούτου, αυξημένη ανισοκατανομή εισοδήματος και μειωμένη κοινωνική ευημερία.

Η πανδημία προσέφερε μια χρήσιμη υπηρεσία: μας ανάγκασε να δούμε το μέλλον. Η βύθιση της παγκόσμιας οικονομίας σε μια άνευ προηγουμένου ύφεση μείωσε δραματικά τα εισοδήματα από την εργασία. Οι κυβερνήσεις λειτούργησαν σαν το «ιππικό που ήρθε για βοήθεια». Παρείχαν, αφειδώς σχεδόν, κρατικές επιδοτήσεις. Αλλά αυτό μπορεί να είναι μόνο μια προσωρινή λύση. Ποιος θα είναι ο αντίκτυπος εάν αυτή η ανάγκη γίνει μόνιμη; Εξάντληση κρατικών επιδοτήσεων, μείωση διαθέσιμου εισοδήματος και ζήτησης, αύξηση δημοσιονομικών ελλειμμάτων, αρνητικές επιπτώσεις για την ανάπτυξη.

 Αυτές οι τεκτονικές μετατοπίσεις εγείρουν μεγάλες ανησυχίες σχετικά με την ικανότητα των αγορών, και της οικονομίας γενικότερα, να αυτορυθμίζονται προς όφελος όλων των συμμετεχόντων και για τη διατήρηση της δικής τους μακροζωίας. Η δημιουργία κανόνων λειτουργίας της αγοράς και μηχανισμών ελέγχου είχε ως στόχο τη σύσταση ενός αυστηρά προσδιορισμένου πλαισίου που θα εξασφάλιζε τη διατήρηση της οικονομικής δραστηριότητας προς όφελος όλων των συμμετεχόντων στην παραγωγική διαδικασία. Εάν το σύστημα συνεχίσει να βελτιώνει την παραγωγικότητά του, μειώνοντας ταυτόχρονα το κόστος εργασίας, αντιμετωπίζουμε ένα νέο παράδοξο. Αυξημένη παραγωγή πλούτου, αυξημένα επίπεδα ανισοκατανομής εισοδήματος και μειωμένη κοινωνική ευημερία. Αυτό δεν είναι καλό νέο για κανέναν.

Τα επόμενα δέκα χρόνια θα γίνουμε μάρτυρες τέτοιων αλλαγών σε πρωτοφανή κλίμακα. Οι καθαρές απώλειες θέσεων εργασίας στον τομέα της μεταποίησης λόγω της αυτοματοποίησης και στον τομέα της διοίκησης λόγω του ψηφιακού εκσυγχρονισμού, θεωρητικά θα αυξάνονται. Αλλά τι μπορούμε, ρεαλιστικά, να περιμένουμε από τους εργαζομένους με χαμηλή ειδίκευση και δεξιότητες που χρειάζεται να επανεκπαιδευτούν για τις νέες θέσεις εργασίας υψηλότερης ειδίκευσης; Τα προγράμματα διά βίου εκπαίδευσης σίγουρα δεν είναι εύκολη λύση, καθώς δεν είναι ούτε οικονομικά «φτηνή» ούτε εύκολα αποδεκτή από την κοινωνία.

Πολλοί αναλυτές αναφέρονται συχνά στην έλευση «τέλειων καταιγίδων», είτε λόγω ακραίων κλιματικών φαινομένων είτε λόγω μελλοντικών πανδημιών. Αυτό που δεν έχουμε κατανοήσει ακόμη είναι η γένεση μιας νέας τέλειας καταιγίδας, που σταδιακά αναπτύσσεται  με την αυτοματοποίηση της παραγωγής, την ψηφιακή διακυβέρνηση και την άνιση συσσώρευση και κατανομή πλούτου. Πάσχουμε από «τηλεσκοπική μυωπία», όπως θα έλεγε ο A.C. Pigou, επιδεικνύοντας μια εγγενή αδυναμία να προσδιορίσουμε τις επερχόμενες απειλές και να προγραμματίσουμε έγκαιρα τα μέτρα και τις πολιτικές που απαιτούνται.

Βέβαια, οι κοινωνίες και οι οικονομίες δεν φημίζονται για τις αυτοκτονικές τους τάσεις. Αυτό όμως δεν πρέπει να μας εφησυχάζει απέναντι στον κίνδυνο ότι αν δεν ενεργήσουμε με σύνεση, πρόγραμμα και στόχους, το μέλλον μιας απορυθμισμένης αγοράς μπορεί να έχει καταλυτικές επιπτώσεις για την οικονομία όπως την έχουμε βιώσει μέχρι σήμερα. Αν ισχύει αυτό που είπε ο Αϊνστάιν για τις φυσικές επιστήμες, δηλαδή «Είμαστε ευφυείς στον βαθμό που είμαστε ικανοί ν’ αλλάζουμε», για τις κοινωνικές επιστήμες αυτό πρέπει να είναι βασικό αξίωμα.

* Ο κ. Γιώργος Στούμπος διετέλεσε καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας και στέλεχος της Τράπεζας της Ελλάδος.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή