Είναι η Ελλάδα εξαίρεση;

4' 39" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Χάρη σε αναλύσεις ιστορικών, πολιτικών επιστημόνων και οικονομολόγων που δημοσιεύθηκαν με την ευκαιρία της επετείου των 200 ετών από το 1821, συνεχίζονται οι συζητήσεις για τον ελληνικό «εξαιρετισμό». Για το κατά πόσον, δηλαδή, η Ελλάδα αποτελεί εξαίρεση ως προς το δυτικό μοντέλο κράτους και οικονομίας. Τέτοιες συζητήσεις είχαν αναζωπυρωθεί μετά την έναρξη της οικονομικής κρίσης (2009-2010). Ο εξαιρετισμός μπορεί να έχει δύο όψεις, όπως έχει γράψει μεταξύ άλλων ο Χ. Χωμενίδης (Capital.gr, 19/12/2016). Δηλαδή να είναι θετικός (εγκωμιαστικός) και αρνητικός (υποβαθμιστικός). Συχνά οι αναλυτές «ζυγίζουν» έτσι την Ελλάδα και τη βρίσκουν ελλειμματική. Στο παρελθόν, αυτό εύλογα δημιουργούσε υποψίες για Οριενταλισμό (Edward Said). Για την τάση, δηλαδή, να βλέπει κανείς μια χώρα με αρνητική προδιάθεση φορώντας τα ματογυάλια της Δύσης και να βλέπει και τον ίδιο του τον εαυτό με σύνδρομο κατωτερότητας.

Ακόμα και αν η Ελλάδα ήταν «εξαίρεση» στο παρελθόν, σήμερα δεν ισχύει το ίδιο. Ανήκει στην Ευρωπαϊκή Ενωση (Ε.Ε.), στον ΟΟΣΑ και στο ΝΑΤΟ. Παρά κάποιες αδυναμίες τους, το ελληνικό κράτος και το ελληνικό οικονομικό «μοντέλο» συμπεριλαμβάνονται στα πιο ανεπτυγμένα παγκοσμίως. Ποιες όμως είναι αυτές οι αδυναμίες; Υπάρχουν ιστορικές δομικές στρεβλώσεις στην ανάπτυξη του κράτους και της οικονομίας, και πολύ πρόσφατες αδυναμίες (π.χ., πληθωρισμός) παρά τις βελτιώσεις (π.χ., σταθεροποίηση της οικονομίας μετά τους ατυχείς πειραματισμούς του 2015, αργοπορημένη, αλλά απαραίτητη θέσπιση του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος το 2017, βελτίωση του επενδυτικού κλίματος και δρομολόγηση μεγάλων έργων από το 2019). Ομως, η τυχόν εξαίρεση, δηλαδή η πολύ αρνητική ή πολύ θετική επίδοση, δεν έχει το ίδιο περιεχόμενο στη μακρά διάρκεια. Επίσης δεν ενδιαφέρει η εξαίρεση, αν είναι προσωρινή. Χρησιμότερη θα ήταν η ματιά στις μεσοπρόθεσμες ελληνικές «εξαιρέσεις», σταχυολογώντας μερικές οικονομικές τέτοιες, σε βάθος μίας ή λίγων δεκαετιών.

Για παράδειγμα, σήμερα το ελληνικό ετήσιο κατά κεφαλήν ΑΕΠ είναι 29.000 δολάρια ΗΠΑ (σε σταθερές τιμές του 2017). Την προηγούμενη δεκαετία και έως το 2018 ήταν σταθερά υψηλότερο μόνο από εκείνο άλλων τριών βαλκανικών χωρών-μελών της Ε.Ε. (Ρουμανία, Βουλγαρία, Κροατία). Εκτοτε όμως, το ελληνικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ έχει υποσκελιστεί από το ρουμανικό, ενώ υπερέχει ελάχιστα του κροατικού και αρκετά του βουλγαρικού. Ως προς τα δημοσιονομικά μεγέθη, η ελληνική εξαίρεση είναι πασίγνωστη: το 2021 το δημόσιο χρέος ανερχόταν στο 207% του ΑΕΠ (μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ, μόνο η Ιαπωνία είχε υψηλότερο χρέος). Το χρέος ξεπέρασε το 100% του ΑΕΠ λίγο μετά το 1990 και έκτοτε παρέμεινε σε υψηλότατα επίπεδα. To πρόβλημα εξυπηρέτησής του θα επιταθεί την περίοδο μετά το 2030, όταν πρέπει να εξυπηρετηθούν με αυξανόμενο ρυθμό τα δάνεια που η Ελλάδα είχε συνάψει την περίοδο των μνημονίων.

Από την άλλη μεριά, είναι επίμονες οι «εξαιρετικές» τάσεις της Ελλάδας στην απασχόληση. Πρώτον, το 2020 μόνον τo 51% των Ελλήνων 55-64 ετών είχαν ή αναζητούσαν εργασία (έναντι 63% του μέσου όρου της Ε.Ε.). Αντρες και γυναίκες συνταξιούχοι και γυναίκες ασχολούμενες με τα οικιακά ήταν εκτός αγοράς εργασίας. Μεταξύ των χωρών της Ε.Ε., η Ελλάδα διαρκώς μοιράζεται με το Λουξεμβούργο την «πρωτιά» ως προς το ποσοστό των μεσήλικων ανδρών και γυναικών που δεν είναι ούτε εργαζόμενοι ούτε άνεργοι. Το χαμηλό ελληνικό ποσοστό συμμετοχής στην απασχόληση αντανακλά κυρίως το γεγονός ότι πλήθη Ελληνίδων δεν εισήλθαν ποτέ στην αγορά εργασίας ή την εγκατέλειψαν νωρίς για να ασχοληθούν με τα παιδιά και τους ηλικιωμένους συγγενείς τους (ελλείψει σοβαρής κοινωνικής πολιτικής για τα παιδιά και τους ηλικιωμένους). Δεύτερον, παρότι η ανεργία στην Ελλάδα είχε πέσει τον Σεπτέμβριο του 2021 στο 13% (Eurostat), η χώρα μας διατηρεί την ευρωπαϊκή «πρωτιά» σε αυτό το μέγεθος από το 2013, όταν η Ελλάδα προσπέρασε την Ισπανία ως προς το ποσοστό ανεργίας. Επιπλέον, από το 2012 η Ελλάδα και η Ισπανία εναλλάσσονται στην πρώτη θέση μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ και της Ε.Ε. ως προς το ποσοστό ανεργίας των νέων 15-24 ετών (στοιχεία ΟΟΣΑ – δεν περιλαμβάνονται οι περισσότεροι Ελληνες της ίδιας ηλικιακής ομάδας, οι οποίοι φοιτούν σε λύκεια και πανεπιστήμια).

Το ελληνικό κράτος και το ελληνικό οικονομικό «μοντέλο», παρά κάποιες αδυναμίες τους, συμπεριλαμβάνονται στα πιο ανεπτυγμένα παγκοσμίως.

Τρίτον, από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 έως σήμερα δεν υπάρχει ούτε στην Ε.Ε. ούτε στον ΟΟΣΑ άλλη χώρα με τόσο πολλούς μακροχρόνια ανέργους: το 2020 σχεδόν 10% του συνόλου των ενταγμένων στην ελληνική αγορά εργασίας ήταν άνεργοι για περισσότερο από ένα χρόνο. Η Ιταλία και η Ισπανία, οι χώρες με τις αμέσως επόμενες χειρότερες επιδόσεις στην Ε.Ε., είχαν αντίστοιχα ποσοστά μικρότερα του 5%. Η μικρή συμμετοχή στην απασχόληση, το υψηλότατο μέγεθος της μακροχρόνιας ανεργίας και η ανεργία των νέων συναποτελούν το απόγειο του σύγχρονου ελληνικού οικονομικού «εξαιρετισμού», αν και η έκταση της μαύρης οικονομίας ίσως διεκδικεί την ίδια δόξα.

Συνοπτικά, ως προς τις περισσότερες χώρες του κόσμου, η Ελλάδα δεν αποτελεί εξαίρεση. Ανήκει στον «κανόνα» της ανεπτυγμένης καπιταλιστικής οικονομίας. Ούτε αποτελεί εξαίρεση ως προς πολλές άλλες μακροοικονομικές μεταβλητές, πέραν όσων αναφέρθηκαν παραπάνω. Αλλά ως προς το κατά κεφαλήν εισόδημα, το δημόσιο χρέος, τη συμμετοχή στην αγορά εργασίας και την ανεργία, οι ελληνικές επιδόσεις μαρτυρούν τον ελληνικό «εξαιρετισμό» τουλάχιστον σε βάθος δεκαετίας. Η οικονομική κρίση της περασμένης δεκαετίας επηρέασε αρνητικά όλα τα μεγέθη, όμως αυτά ήταν προβληματικά και πριν από το 2010.

Ωστε για να κρίνει κανείς αν η χώρα (του) αποτελεί εξαίρεση το ιστορικό πλαίσιο έχει σημασία, όπως άλλωστε και το ποιο κριτήριο χρησιμοποιείται για τη σύγκριση επιδόσεων μεταξύ χωρών. Αυτά ίσως αποκτήσουν σημασία στην επερχόμενη προεκλογική περίοδο. Εφόσον τα πολιτικά κόμματα δεν προτείνουν μέτρα για τις ανωτέρω μεσοπρόθεσμα «αποκλίνουσες» οικονομικές επιδόσεις, δεν θα εκφέρουν πειστικό λόγο. Τότε οι δραματικές αναλύσεις για την εντεινόμενη «φτωχοποίηση» των περισσότερων Ελλήνων θα είναι τόσο πειστικές όσο και οι εκθειαστικές διακηρύξεις για τη συνεχή βελτίωση του κράτους και της οικονομίας.

* Ο κ. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και ερευνητής του ΕΛΙΑΜΕΠ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή