Ορίστε. Οι άνθρωποι τα είχαν πει από νωρίς. Αν είχε κάνει ο Μητσοτάκης εκλογές, θα είχε γλιτώσει τα απρόοπτα. Θα είχε αποφύγει τη μεγαλύτερη ενεργειακή κρίση των τελευταίων 50 ετών.
Σωστό. Και αν είχε κάνει εκλογές το φθινόπωρο, θα είχε γλιτώσει το τέταρτο κύμα της μεγαλύτερης πανδημίας των τελευταίων εκατό ετών. Αν, δε, τις είχε κάνει πέρυσι την άνοιξη, θα είχε γλιτώσει τις χειρότερες φυσικές καταστροφές των τελευταίων είκοσι ετών. Για να μην πει κανείς ότι αν είχε αρμέξει από νωρίς το ρεζερβουάρ τόσης διορατικότητας, θα μπορούσε να είχε κάνει τις εκλογές από την άνοιξη του 2020, μετά την πρώτη καραντίνα, για να γλιτώσει τη μεγαλύτερη ελληνοτουρκική κρίση των τελευταίων είκοσι έξι ετών.
Η μαντική των «απροόπτων» καταλήγει έτσι στο στέρεο συμπέρασμα: Αν ο Μητσοτάκης είχε κάνει τις εκλογές τον Αύγουστο του 2019, θα τις είχε κερδίσει περπατώντας. Θα είχε προλάβει όλα αυτά τα πεισματάρικα, φθοροποιά γεγονότα. Διότι η ακατανίκητη στρατηγική για να αντιμετωπίσει κανείς τη φθορά είναι, βεβαίως, να μην κυβερνά.
Αυτή η σχολή «σκέψης», που εξαντλείται στη μαύρη οικονομία του πολιτικού χρόνου, είναι ελληνική ευρεσιτεχνία. Μόνο εδώ έχει αναγνωριστεί εθιμικά στον πρωθυπουργό η εξουσία να μεθοδεύει εκλογικές ενέδρες, παίζοντας με τη συνταγματική ημερομηνία λήξης της εντολής του.
Δεν είναι (και αυτή) η κρίση ευκαιρία για εκλογές;
Οδηγημένη από αυτόν τον αυτοματισμό, η αγορά συζητάει πάλι μήπως συμφέρει τον Μητσοτάκη να κάνει τώρα εκλογές, εκμεταλλευόμενος τη «στοίχιση πίσω από τη σημαία» που προκαλεί ο πόλεμος. Η αναταραχή τού δίνει, λένε, και αφηγηματικό μαλλί να ξάσει και να πλέξει «σπουδαίο εθνικό λόγο» – λες και έλειψε ποτέ η επινοητικότητα στην κατασκευή (παρα)συνταγματικών άλλοθι. Η χώρα, εξηγούν, πρέπει να έχει σταθερή κυβέρνηση προκειμένου να διαπλεύσει τη γεωπολιτική τρικυμία.
Αυτοί οι ευλογοφανείς ισχυρισμοί μόλις που συγκαλύπτουν τη φοβία του πολιτικού κόστους, την οποία πυροδοτεί αυτή τη φορά ο πληθωρισμός. Οι αιτίες του μπορεί να είναι οφθαλμοφανώς εξωγενείς· ο πόνος, όμως, βιώνεται και καταλογίζεται τοπικά.
Στις δημοκρατίες υπάρχει μια μέθοδος διαχείρισης αυτού του πόνου: λέγεται διακυβέρνηση. Δηλαδή, το αντίθετο της εκλογικής υπεκφυγής. Για να συνειδητοποιήσει κανείς τη διαφορά, αρκεί να θυμηθεί ένα τόσο κοντινό, όσο και μακρινό, παράδειγμα. Τι θα είχε συμβεί αν η κυβέρνηση είχε παραλύσει από τον φόβο του κόστους όταν η αντιπολίτευση –και ορισμένοι υπερεγκυρότατοι επιδημιολόγοι– της καταλόγιζαν κυριολεκτικώς ως «έγκλημα» την απόφαση να ανοίξουν τα σχολεία μετά τα Χριστούγεννα; Τι θα είχε συμβεί αν στις κρίσεις είχε φυλάξει το «κεφάλαιό» της; Θα το είχε διατηρήσει σήμερα – έστω και φθαρμένο; Πόσο «καταλληλότερος» θα μετριόταν σήμερα ο πρωθυπουργός αν δεν είχε μετρηθεί στις κρίσεις – προτού τον μετρήσουν τα γκάλοπ;
Τι εμπιστοσύνη εμπνέει εκείνος που ζητάει από την Ιστορία να κάνει μια στάση για βενζίνη;