Μια προσευχή για την Αναστάζια

Μια προσευχή για την Αναστάζια

1' 55" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ενα διαμέρισμα στο Κίεβο με θέα στη γέφυρα του Δνείπερου, μικρό, καλαίσθητο: ξύλινο πάτωμα, τοίχοι και έπιπλα κουζίνας σε λευκό χρώμα, μίνιμαλ γραμμές, γαλάζιες διακοσμητικές πινελιές, ένας γκρίζος καναπές, λουλούδια στα βάζα. Ενας μικρόσωμος σκύλος, πανέμορφος, να παίζει στα πόδια της με τα λούτρινα αρκουδάκια του ή να κοιμάται στο μπλε πουφ του σαλονιού όσο εκείνη γράφει στο λάπτοπ της ή να απολαμβάνει τα χάδια της στην αγκαλιά της. Λιακάδες. Βόλτες στην εξοχή. Συναντήσεις με φίλους σε μπαράκια. Γέλια. Ονειρα.

Αυτή ήταν η ζωή της πριν από τις 24 Φεβρουαρίου 2022, πριν από την εισβολή των ρωσικών στρατευμάτων στην πατρίδα της. Πέρασε τις πρώτες μέρες σ’ ένα γκαράζ. Οι γονείς της και οι περισσότεροι φίλοι της, όπως και ο εν διαστάσει σύζυγός της, εγκατέλειψαν το Κίεβο. Παρά τις πιέσεις τους, εκείνη αρνήθηκε να τους ακολουθήσει. Αποφάσισε να μείνει για να βοηθήσει, με όποιον τρόπο μπορούσε, τους συμπατριώτες της.

Μετέφερε προμήθειες σε νηπιαγωγείο στο Μπρόβαρι, λίγο έξω από την ουκρανική πρωτεύουσα, όπου δεκάδες παιδιά ήταν αποκλεισμένα, χωρίς φαγητό και πάνες, και στη συνέχεια πρόσφερε εθελοντική εργασία σε στρατιωτικό νοσοκομείο της περιοχής. Επειτα, μαζί με άλλους δύο εθελοντές, φόρτωσαν ένα αυτοκίνητο με τροφές και πήγαν σε καταφύγιο αδέσποτων σκύλων στην Μπούχα, σε απόσταση τριάντα χιλιομέτρων από το Κίεβο – εκατοντάδες ζώα εκεί είχαν μείνει νηστικά και χωρίς νερό. Καθώς επέστρεφαν, το αυτοκίνητό τους χτυπήθηκε από Ρώσους στρατιώτες, από κοντινή απόσταση και με βαρύ οπλισμό.

«Τώρα συνειδητοποιώ πόσο σημαντικό είναι να μπορείς να βλέπεις τους αγαπημένους σου όποτε θέλεις. Σύντομα θα είμαστε όλοι μαζί ξανά, ασφαλείς και ήσυχοι. Το πιστεύω!» είχε γράψει σε ανάρτησή της στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, λίγο μετά το ξέσπασμα του πολέμου. Το «μαζί» και το «ξανά» για εκείνη δεν θα υπάρξουν ποτέ. Το νήμα κόπηκε. Αφησε την τελευταία της πνοή στον δρόμο, από τα ρωσικά πυρά, μαζί με τους δυο φίλους της.

Την έλεγαν Αναστάζια Γιαλάνσκαγια. Ηταν 26 ετών. Είχε φωτεινό πρόσωπο και ζεστά γκριζοπράσινα μάτια. Είχε σπουδάσει παιδαγωγικά και εργαζόταν σε εταιρεία ανάπτυξης λογισμικού. «Ηξερε μόνο ν’ αγαπά. Ηθελε μόνο να βοηθά, ζώα και ανθρώπους», λένε όσοι την γνώριζαν. Tι να απέγινε, άραγε, το σκυλάκι της;

Δεν ξέρω τι άλλο να γράψω γι’ αυτό το κορίτσι. Οι λέξεις σκαλώνουν, τα μάτια γεμίζουν δάκρυα. Πληκτρολογώ μόνο για μία ακόμη φορά το όνομά της: Αναστάζια Γιαλάνσκαγια. Το προφέρω κιόλας – αργά, ξανά και ξανά. Σαν προσευχή.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή