Η συνάντηση του προέδρου της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν με τον Ελληνα πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη την περασμένη Κυριακή, στην Κωνσταντινούπολη, δεν ήταν αποτέλεσμα διπλωματικής ωριμάνσεως και εργώδους προετοιμασίας των δύο πλευρών.
Καταλύτης της εξελίξεως αυτής ήταν η ανάγκη επιδείξεως μιας αρραγούς ενότητος του ΝΑΤΟ –και ειδικότερα της νοτιοανατολικής πτέρυγας της Συμμαχίας– στη μετωπική σύγκρουση με τη Ρωσία, της οποίας ηγείται ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν.
Διότι περί πολέμου πρόκειται, που εις την φάσιν αυτήν διεξάγεται στο οικονομικό επίπεδο με μια φρικτή στρατιωτική αντιπαράθεση μεταξύ των εθνικών ουκρανικών δυνάμεων και της Ρωσίας.
Εν ολίγοις, εκεί όπου απέτυχε η Ε.Ε., όταν η τέως καγκελάριος της Γερμανίας Αγκελα Μέρκελ, χρησιμοποιώντας ως δέλεαρ προς την Τουρκία την ενίσχυση των σχέσεών της με την Ενωση και προσπαθώντας ταυτοχρόνως να κάμψει κάποιες γενικότερες αντιρρήσεις της ελληνικής πλευράς, δραστηριοποιείται πλέον ο κ. Μπάιντεν, προβάλλοντας την απειλή που θέτει για την ασφάλεια της Ευρώπης και συνολικώς της Δύσεως η Ρωσία του προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν.
Ο κ. Μητσοτάκης, ο οποίος ως πρωθυπουργός έχει τοποθετήσει την Ελλάδα «στη σωστή πλευρά της Ιστορίας», προεξοφλεί την ολική επικράτηση του κ. Μπάιντεν έναντι του κ. Πούτιν, με ό,τι συνεπάγεται αυτή η εξέλιξη για το μέλλον μιας Ρωσίας αποδυναμωμένης απολύτως, με ασφαλώς νέα ηγεσία και κατά την εκτίμηση της Ουάσιγκτον φίλα προσκείμενης στις ΗΠΑ.
Ο κ. Ερντογάν, από την άλλη πλευρά, ως πρόεδρος μιας περιφερειακής δυνάμεως με αυτοκρατορικό παρελθόν αιώνων, δεν διακινδυνεύει προβλέψεις. Ηγείται μιας χώρας ευρασιατικής και ακολουθεί πολιτική ισορροπιών έως ότου αποσαφηνισθούν τα πράγματα, δίχως να κόβει τους δεσμούς με καμία πλευρά.
Ωστόσο, πέραν τούτων, τόσο η Ελλάδα όσο και η Τουρκία είναι δύο εθνικά κράτη, που δεν είναι διατεθειμένα να απεμπολήσουν τα συμφέροντά τους. Οι μεταξύ τους διαφορές είναι μεγάλες και ιστορικές.
Σε γενικές γραμμές, βεβαίως, καλή και χρήσιμη η συνάντηση των κ. Μητσοτάκη και Ερντογάν, αλλά η συμμετοχή Ελλάδος και Τουρκίας στο ΝΑΤΟ δεν θα εξαφανίσει τις διαφορές. Εχει αποκλείσει, όμως, μια σύγκρουση των δύο χωρών, για δεκαετίες. Και αυτό κάθε άλλο παρά αμελητέο είναι.