Ο αείμνηστος, ιστορικός διευθυντής της «Καθημερινής», Αντώνης Καρκαγιάννης δεν ήταν ποτέ μέλος της ΕΣΗΕΑ ή κάποιας δημοσιογραφικής Ενωσης. Δεν ενθυμούμαι αν ήταν επιλογή του, ή αν απλώς δεν πρόλαβε. Εζησε χρόνια σε εξορίες και ξερονήσια και επέστρεψε μεγάλος στη δημοσιογραφία. Το καταστατικό της Ενωσης –ουδείς κατάλαβε ποτέ το γιατί– προβλέπει ότι «για να εγγραφεί κανείς ως δόκιμο ή τακτικό μέλος της Ενώσεως, πρέπει, κατά τον χρόνο που εξετάζεται η αίτησή του (…) Να έχει συμπληρώσει το 21ο έτος της ηλικίας του και να μην έχει υπερβεί το 40ό» (άρθρο 6).
Σύμφωνα δε με αιφνίδια τροπολογία που πέρασε χθες το βράδυ η κυβέρνηση, ο Αντώνης Καρκαγιάννης δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει Διευθυντής της «Καθημερινής», ούτε καν Διευθυντής Σύνταξής της. Το παράλογο αυτό νομοθέτημα προβλέπει ότι «σε κάθε εφημερίδα που εκδίδεται και διανέμεται στην Ελλάδα ορίζονται διευθυντής και διευθυντής σύνταξης οι οποίοι αμφότεροι είναι μέλη του επαγγελματικού σωματείου των δημοσιογράφων».
Το πρώτο ερώτημα είναι αστείο: «Σε κάθε εφημερίδα; Ακόμη και στις σχολικές;». Επειδή η τροπολογία είναι γραμμένη στο πόδι και επειδή δεν έχει περάσει τη δημοκρατική βάσανο της σοβαρής συζήτησης στο Κοινοβούλιο, έτσι όπως είναι διατυπωμένη και οι πιτσιρικάδες που εκδίδουν τη «Φωνή των Μαθητών» θα πρέπει να «είναι μέλη του επαγγελματικού σωματείου των δημοσιογράφων». Μιας ανοησίας, μύριες έπονται και επομένως μάλλον πρέπει να φτιάξουμε και μια τζούνιορ ΕΣΗΕΑ ή να καταργήσουμε τις σχολικές εφημερίδες. Και μετά μια «ΕΣΗΕΑ υδραυλικών» –κι αυτοί εκδίδουν εφημερίδα–, των μανάβηδων, ζωεμπόρων κ.λπ.
Το ερώτημα όμως είναι άλλο: και τι την κόφτει την κυβέρνηση ποιος θα είναι διευθυντής μιας εφημερίδας; Η βραχεία απάντηση είναι «έλα, ντε!». Η μακρά απάντηση μπορεί να έχει πολιτικά στοιχεία, σαν αυτά που διαρρέουν από κυβερνητικούς παράγοντες, ή και ψυχολογικά: επειδή είναι κυβέρνηση θαρρεί πως όλα σφάζονται κι όλα μαχαιρώνονται, ακόμη και το Σύνταγμα. Η διάταξη μπάζει συνταγματικώς από παντού, όπως θα μπορούσε να διαπιστώσει και ένας πρωτοετής φοιτητής Νομικής. Ορίζει υπεύθυνο για τα του Τύπου το Εθνικό Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο (ΕΣΡ), το οποίο εκτός από αυτό που υποδηλοί το όνομά του –«Ραδιοτηλεοπτικό», πανάθεμά τους! «Ραδιοτηλεοπτικό»– έχει εκ του Συντάγματος αρμοδιότητα μόνο τα ραδιοτηλεοπτικά Μέσα.
Αυτό είναι ένα ακόμη ολίσθημα της κυβέρνησης μετά τον πουτινικής έμπνευσης Ποινικό Κώδικα για τα fake news και είναι να αναρωτιέται κανείς πώς νομοθετεί. Μάλλον με τη μέθοδο Μπίσμαρκ ο οποίος έλεγε ότι «οι νόμοι είναι σαν τα λουκάνικα. Καλύτερα να μην ξέρεις πώς γίνονται».