Υπάρχει κάποια αλήθεια στην καφενειακή απόφανση ότι «οι πόλεμοι γίνονται για το πετρέλαιο»; Το πρόβλημα, βεβαίως, είναι στη γενίκευση: όχι όλοι οι πόλεμοι – και σίγουρα όχι μόνο για το πετρέλαιο. Ο παράγοντας της ενέργειας έχει αναδειχθεί πάντως στο προσκήνιο, καθώς μία νέα γενιά Αμερικανών αναλυτών όπως ο Εζρα Κλάιν ανακαλύπτουν, με αφορμή τον πόλεμο στην Ουκρανία, ότι «η ενεργειακή πολιτική έχει γίνει εξωτερική πολιτική». Οπως τονίζει στους New York Times, «η συνάντηση ενέργειας και γεωπολιτικής επεκτείνεται πολύ πέρα από αυτή τη σύγκρουση».
Η ενέργεια είναι η βάση για την οικονομική ευημερία, τη στρατιωτική ισχύ και τη γεωπολιτική επιρροή κάθε χώρας. Στο παρελθόν, αυτό περιοριζόταν στον ορυκτό πλούτο. Στο μέλλον, αυτό περιλαμβάνει και την ενεργειακή μετάβαση σε πράσινες πηγές ενέργειας: Το Συμβούλιο Εθνικών Πληροφοριών των Ηνωμένων Πολιτειών σημειώνει τους κινδύνους εθνικής ασφαλείας που θα προκύψουν κατά τη μετάβαση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Οπως προβλέπει, θα οξυνθεί ο ανταγωνισμός για τα κρίσιμα μέταλλα και τις νέες τεχνολογίες που θα πυροδοτήσουν τη μετάβαση, ενώ οι γεωπολιτικές εντάσεις θα αυξηθούν καθώς ανεπτυγμένες και αναπτυσσόμενες χώρες διαφωνούν για το πώς θα συνεισφέρουν στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.
Καθώς ο πόλεμος στην Ουκρανία οξύνει την ενεργειακή κρίση, η απάντηση που δίνει η Ευρωπαϊκή Ενωση είναι η επιτάχυνση των δεσμεύσεων για μηδενικές εκπομπές άνθρακα, ώστε να απεξαρτηθεί από τη ρωσική ενέργεια όσο το δυνατόν συντομότερα. Κι ενώ εκφράζονται αμφιβολίες για το πόσο ρεαλιστικά είναι τα φιλόδοξα σχέδιά της, στο ενδιάμεσο προωθεί την από κοινού προμήθεια φυσικού αερίου από τρίτες χώρες, όπως προκύπτει από το σχέδιο συμπερασμάτων της αυριανής Συνόδου Κορυφής. Για τις Ηνωμένες Πολιτείες που δεν εξαρτώνται παρά ελάχιστα από το ρωσικό αέριο και εύκολα απαγόρευσαν τις εισαγωγές του, η προσπάθεια για έλεγχο των τιμών και διευκόλυνση των Ευρωπαίων συμμάχων εστιάζεται στην αύξηση της προσφοράς πετρελαίου παγκοσμίως – κάτι που οδηγεί ακόμη και στην προσέγγιση χωρών που βρίσκονται στη μαύρη λίστα όπως η Βενεζουέλα και το Ιράν.
Το τελευταίο στιγμάτισε ο γερουσιαστής Μπομπ Μενέντεζ στη συνέντευξή του στην «Καθημερινή» την περασμένη Κυριακή, εστιάζοντας στην ενεργειακή αξία της Ανατολικής Μεσογείου: ότι υπό το πρίσμα της έκτακτης ανάγκης αυτής της στιγμής, «θα προτιμούσα να μην προσβλέπω σε όλες αυτές τις χώρες όταν έχουμε συμμάχους όπως η Ελλάδα στην περιοχή, όπως το Ισραήλ και άλλες, που μπορούν ίσως να αποτελέσουν την πηγή αυτής της ενέργειας».
Οπως αναλύει ο Μάικλ Ρούμπιν στο National Interest επιχειρηματολογώντας υπέρ του αγωγού EastMed που θα έφερνε αυτό το φυσικό αέριο στην Ευρώπη μέσω της Ελλάδας, «οι εμπορικοί υπολογισμοί δεν πρέπει να επικρατούν εκείνων της εθνικής ασφάλειας».
Τα τελευταία χρόνια, λόγω και της πολιτικής έμφασης στην πράσινη μετάβαση, η ενέργεια δεν αξιολογούνταν ως ζήτημα εθνικής –ή και παγκόσμιας– ασφάλειας. Η ρήξη με τη Ρωσία υπογραμμίζει αυτή της τη διάσταση, και απαιτεί μία δραστική αλλαγή οπτικής, η οποία θα αντιμετωπίζει την ενεργειακή μετάβαση όχι ως αυτοσκοπό, αλλά και ως ζήτημα ενεργειακής ασφάλειας.